Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Θεσσαλονίκη του 1950

«Το σπίτι έπεσε από τον παράδεισο»



 Θεσσαλονίκη του 1950. Η νεαρή Χρυσούλα μόλις έκλεισε τα δεκαέξι της χρόνια. Ιανουάριος μήνας μπήκε, και μαζί με τη νέα χρονιά, ήρθε και η ξενιτιά. Η πολυμελής οικογένεια της Χρυσούλας μόλις έφτασε στη διάσημη για την εποχή, Θεσσαλονίκη. Κουράστηκαν για να τα καταφέρουν, τόσο ποδαρόδρομο. Τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν στη Κωνσταντινούπολη, οπότε αναγκάστηκαν να φύγουν. Κουβάλησαν τα υπάρχοντα τους, δεν ήταν πολλά, δυο σακιά γεμάτα ρούχα και κατσαρολικά ήταν όλα κι όλα. Το περπάτημα συνεχιζόταν, και ήταν πολύ κόπος. Τα τέσσερα αδέρφια της Χρυσούλας, ο Μπέκος, η Αθηνά, ο Σόλων και η μικρότερη αδερφή, η Βέτα, δεν κρατούσαν τίποτε. Τα είχαν αφήσει όλα στους γονείς τους. Η Χρυσούλα αισθάνθηκε άσχημα, μα συνέχισε να περπατάει.
«Παιδιά μου, με το περπάτημα δε γίνεται τίποτα. Άντε, διαλυθείτε και ψάξτε καμιά άδεια παράγκα να ξαποστάσουμε.» , είπε η μάνα, η Συρματού.
 «Α, εσύ Χρυσούλα πάρε και τη Βέτα μαζί σου, εννιά χρονώ παιδί να περιπλανιέται στους δρόμους, άντε, πηγαίνετε, και γυρίστε πάλι εδώ αν βρείτε κάτι, θα σας περιμένουμε.» , πρόσθεσε η Συρματού και άφησε το σάκο γεμάτο ρούχα, και έκατσε πάνω του.
 Δεν άρεζε στη Χρυσούλα όταν η μητέρα της, της έλεγε τι να κάνει, πάντοτε σκεφτόταν, «Δεκαέξι χρονώ παιδί, σχεδόν ενήλικας! Τι θέλει και συνέχεια με διατάζει;» . Το σκέφτηκε και τώρα, αλλά δεν είπε τίποτα, όπως πάντα. Πήρε τη Βέτα απ’ το χέρι και ξαμολήθηκαν στην Τσιμισκή για να βρουν κατάλυμα.
«Κουράστηκα Χρυσούλα.» , γκρίνιαξε η Βέτα.
«Αυτό να μην το ξαναπείς, αλλιώς θα μείνεις νηστικό για μια βδομάδα!» , τη μάλωσε η Χρυσούλα.
 Η μικρή δεν ξαναμίλησε. Κατάπιε τον πόνο της, και συνέχισε. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, και οι δρόμοι δεν είχαν φώτα.
«Τι σόι πόλη είναι αυτή; Ούτε φώτα να δούμε τη μύτη μας δεν έχει.» , μίλησε η Βέτα μετά από ώρα η Βέτα.
«Τι περίμενες; Αν ήταν, θα πηγαίναμε στην Αθήνα, μας είπε ο μπαμπάς, αλλά εκεί να δεις περπάτημα. Οπότε και δω, καλά είμαστε.»
 Στο δρόμο τους, πέρασαν μπροστά από ένα σπίτι με μεγάλα παράθυρα. Μέσα, ήταν ένα ζευγάρι που καβγάδιζε. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι έξω. Αν η Χρυσούλα κατάλαβε καλά, μάλωναν επειδή ο άντρας ξέχασε δύο βράδια έξω τη μπουγάδα και τα ρούχα πάγωσαν. Της φάνηκε αστείο, αλλά έσπρωξε ελαφρά τη Βέτα να συνεχίσει, μιας και απορροφήθηκε πολύ από το θέαμα.
 Πέρασε αρκετή ώρα, είχε ήδη βραδιάσει, αλλά χάρη στο φεγγάρι, μπορούσαν να δουν που πάνε. Ξαφνικά, στο πεζοδρόμιο που περπατούσαν, στο σπίτι ακριβώς δίπλα, άνοιξε μία πόρτα, και βγήκε ένας άντρας. Μόλις είδε τα δύο κορίτσια, βιάστηκε να πάει προς το μέρος τους. Έδειχνε εξαιρετικά χαρούμενος και καλός άνθρωπος. Μόλις τις έφτασε, είπε,
«Καλησπέρα, μήπως τυχαίνει να ψάχνετε για σπίτι;» , ρώτησε μες τη φούρια.
«Συγγνώμη; Σπίτι;» , απόρησε η Χρυσούλα.
«Ναι, ψάχνουμε. Αλλά δεν έχουμε βρει τίποτα και περπατάμε εδώ και ώρες.» , είπε όλο παράπονο η Βέτα
«Λοιπόν, αγαπητό μου κοριτσάκι, τυχαίνει να έχω στην ιδιοκτησία μου ένα σπίτι. Δυστυχώς δεν θα είμαι εδώ και δεν έχω κοντινούς συγγενείς να το δώσω. Οπότε τι λέτε; Θα το πάρετε;» , είπε χαρούμενα και με λίγο αστεία προφορά ο άντρας.
 Οι αδερφές κοιτάχτηκαν, σοκαρισμένες, μετά κοίταξαν τον άντρα και κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά.
«Έξοχα!» , είπε ο άγνωστος άντρας, και τους έδωσε το κλειδί. Έδειξε το σπίτι, και είπε,
«Στη διάθεση σας!» , αναφώνησε και έφυγε, σχεδόν χοροπηδώντας.
 Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν, μη μπορώντας να πιστέψουν τι συνέβη. Μετά, έτρεξαν πίσω, να πουν τα νέα στους υπόλοιπους. Έκαναν τη διαδρομή στο μισό χρόνο απ’ ότι τους πήρε για να φτάσουν εκεί. Τους βρήκαν όλους μαζί να κάθονται στο πεζοδρόμιο. Τα αδέλφια της ξάπλωναν.
«Μαμά! Βρήκα σπίτι. Έχουμε σπίτι! Δείτε!» , είπε η Χρυσούλα και κούνησε στον αέρα.
«Πώς παιδί μου; Πώς το κάνατε;» , είπε ξαφνιασμένη η Συρματού.
 Η Χρυσούλα κοίταξε την Βέτα και είπε,
«Μας το έδωσε ένας άγγελος».

Δανάη Τζιαφέρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου