Σάββατο 21 Απριλίου 2018

ΦΛΩΡΙΝΑ: Μια πόλη στην Ιστορία και στη Λογοτεχνία


Παλιά στην Φλώρινα. Μέρες νιότης

Αυγουστιάτικο μεσημέρι, τρεις η ώρα. Η μικρή πόλη παίρνει το μεσημεριάτικο ύπνο. Το δασάκι που ακουμπάει, που και που αφήνει την δροσερή πνοή του να χαϊδεύει τις κόκκινες σκεπές των διώροφων σπιτιών. Πολυκατοικίες εκείνα τα χρόνια δεν είχαν ακόμη ξεφυτρώσει. Μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες, κτισμένες άλλες επί τουρκοκρατίας, οι περισσότερες όμως μετά την απελευθέρωση, συγκροτούσαν τη μικρή όμορφη πόλη.
Ήταν καλοκαίρι του 1946. Η συμφωνία της Βάρκιζας από καιρό είχε καταρρακωθεί. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχαν γίνει συλλήψεις όλων των αριστερών στελεχών της πόλης και της περιοχής. Τους είχαν σκορπήσει στα νησιά του Αιγαίου. Τρεις είχαν ξεφύγει την παγανιά. Κρύβονταν στην πόλη. Ο Στάθης ήταν ο τέταρτος που μαζί τους αποτελούσαν την καθοδήγηση του νομού. Είχε ξεφύγει τη σύλληψη διότι έλειπε στην Θεσσαλονίκη. Επειγόντως γύρισε. Στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής αποφασίστηκε να κυκλοφορεί ελεύθερος και να εκπροσωπεί νόμιμα την οργάνωση. Βέβαια η νόμιμη κυκλοφορία του δε κράτησε περισσότερο από τέσσερις μήνες.
Σ’ αυτούς τους τέσσερις μήνες συναντιόνταν με τους άλλους τρεις παράνομους και συνεδριάζαν. Η παρακολούθησή του ήταν ανελλιπής. Μπορούσε εύκολα, άθελά του να γίνει καταδότης των τριών. Γι' αυτό προκειμένου να συναντηθεί έπρεπε να πάρει τα μέτρα, να ξεφύγει την παρακολούθηση. Και το κατάφερνε. Ως που μετά το δημοψήφισμα του φθινοπώρου, για τον ερχομό του βασιλιά, πιάστηκε χωρίς να κινδυνέψουν οι άλλοι τρεις.
Για να ξεφύγει την παρακολούθηση και να παίρνει μέρος στις συσκέψεις, που γίνονταν πάντα νύχτα, έφευγε μεσημεριάτικα από το σπίτι, όταν ο κόσμος έπαιρνε το μεσημεριάτικο ύπνο. Πήγαινε σε οργανωμένο σπίτι, κοντά στο σπίτι που θα γίνονταν η σύσκεψη. Εκεί περίμενε να νυχτώσει για να πάει στο ραντεβού.
Το ίδιο έγινε κι αυτή τη φορά. Βγήκε κατά τις τρεις. Έξω ήταν νέκρα. Πήρε το δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Την πόλη νανούριζαν τα τζιτζίκια που είχαν πλημμυρίσει τα ψηλά δένδρα από τις όχθες του ποταμού. Το ποτάμι με το ελάχιστο νερό δεν έβγαζε άχνα. Μόνο τα βράδια τα βατράχια του στήναν την ενοχλητική συναυλία, καταστρέφοντας την γαλήνη της πόλης. Τα περισσότερα σπίτια από τις δύο όχθες του ποταμιού που περνούσαν δύο παράλληλοι δρόμοι είχαν χτιστεί επί τουρκοκρατίας πάνω στο μακεδονικό στυλ της βυζαντινής εποχής. Προέκτειναν το δεύτερο πάτωμα πάνω στο δρόμο στηρίζοντας την προέκταση σε καμπυλωτούς δοκούς. Υπήρχαν και διώροφα ωραία σπίτια κτισμένα νεότερα.
Ανέβαινε λοιπόν το δρόμο της δεξιάς όχθης του ποταμιού αντίθετα από τη ροή του. Πάνω από το ποτάμι, σε όχι μεγάλες αποστάσεις, ξάπλωναν ξύλινες γέφυρες μόνο για πεζούς. Ήταν και πέντε σ’ όλο το μήκος, ξύλινες κι αυτές, που περνούσαν και τροχοφόρα. Κάρα ως επί το πλείστον γιατί τα αυτοκίνητα τότε ήταν μετρημένα.
Πέρασε την μια μεγάλη γέφυρα και δύο μικρές γυρίζοντας πότε πότε προς τα πίσω επιδέξια για να δει μήπως το παρακολουθούν. Πλησιάζοντας στην επόμενη στενή γέφυρα αντίκρισε μια κοπέλα ν’ ανεβαίνει τη γέφυρα από την απέναντι πλευρά και να την περνά βιαστικά. Κατέβηκε στην άλλη άκρη της γέφυρας όπου την περίμενε μια βρύση. Τότε οι βρύσες ήταν σκορπισμένες στους δρόμους της πόλης σε πολλές γωνίες. Κρατούσε ένα γκιούμι στο χέρι. Το άφησε κάτω στην τσιμεντένια σκαφίτσα της βρύσης.
Τα μάτια των δύο νέων συναντήθηκαν. Ο Στάθης εικοσιπέντε χρονών τότε, η Θάλεια εικοσιενός. Είχαν χρόνια να συναντηθούν. Τότε που ο Στάθης ήταν είκοσι και η Θάλεια δεκάξι.
Ο Στάθης ώριμος νέος τώρα. Τον έκαμαν και πιο ώριμο οι ευθύνες που είχε στον αγώνα που συνεχίζονταν.
Χαμογέλασε η Θάλεια. Όλο το πρόσωπό της, με πρώτη τη ματιά της και τα ωραία της χείλη, έλαμπε χαμόγελο. Την πλησίασε όλο χαρά ο Στάθης. Έπιασε τα δυο της χέρια, τα έσφιξε όσο μπορούσε. Οι ματιές τους αγκαλιάστηκαν όλο φλόγα και χαρά. Ένα Α!! είπαν και οι δυο τους. Μείναν σιωπηλοί μιλώντας με τα μάτια τους. Να είχε ομορφύνει τόσο πολύ η Θάλεια όσο φάνταζε στον Στάθη! Ή μήπως η πολύκαιρη απομόνωσή του από το νεανικό περιβάλλον τον έκανε να την βλέπει τόσο όμορφη.
Ήταν μελαχρινή με κανονικό μπόι, σώμα προς το λεπτό, μαλλιά μαύρα, όχι και πολύ πυκνά, καλοχτενισμένα, πέφταν στους ώμους της. Μάτια καστανά παράξενα. Στόμα κανονικό με χείλη σαρκώδη, μα προπάντων κατάλευκα ωραία δόντια. Πόσο όμορφη!!!
Τι μπορούσαν όμως να πουν τόσο ξαφνικά που συναντήθηκαν! Έτοιμοι ήταν και οι δυο για πολλά. Μα αυτά δε λέγονται μεσημεριάτικα και κυρίως όταν σε παρακολουθούν. Λέγονται στο σούρουπο, σε χρόνο ξενοιασιάς, σ' ένα βραδινό περίπατο. Κι αν για την Θάλεια υπήρχε και τώρα χρόνος και δεν ήταν καθόλου και ακατάλληλη ώρα έστω και στη βρύση, όπως συνηθίζονταν παλιά στα χωριά, για τον Στάθη δεν υπήρχε χρόνος. Έπρεπε να βιαστεί, να φτάσει στον προορισμό του χωρίς να πέσει στην αντίληψη της παρακολούθησης. Σκληρέ αγώνα! Δεν αφήνεις περιθώρια για τρυφερότητα!
Ήταν όμως μόνο αυτό! Περισσότερο ήταν το ξάφνιασμα, η απροετοιμασία. Οι νέοι και οι νέες, όταν πρωτοσυναντιούνται, πόσες φορές δεν προσχεδιάζουν και δεν επαναλαμβάνουν αυτά που έχουν αποφασίσει να πουν! Πώς θα τα πουν. Πώς θ' αρχίσουν, πώς θα τελειώσουν. Γίνονται σαν τους ηθοποιούς όταν μαθαίνουν το κείμενο του ρόλου τους. Στην περίπτωσή μας όμως, όχι προετοιμασία δεν υπήρχε, αλλά το βασικότερο για το νέο μας δεν υπήρχε ούτε εμπειρία.
Την κοίταζε σαν χάνος. Μουδιασμένος, αδέξιος.
Η Θάλεια τόλμησε. Απελευθέρωσε τα χέρια της από τα χέρια του που συνέχιζε να της τα κρατά. Τα ακούμπησε στο στήθος του, προσπαθώντας να του κουμπώσει το ένα κουμπί του πουκαμίσου του που άφηνε ελεύθερο το ωραίο νεανικό του στήθος. Τα δυο της δάχτυλα στην προσπάθεια να κουμπώσουν το κουμπί, ακουμπούσαν τρυφερά το στήθος. Δάχτυλα απαλά. Δάχτυλα άβαφα, χωρίς μακριά νύχια, χάιδευαν το αναμμένο, ηλεκτρισμένο στήθος.
Πόσο όμως μπορούσε να διαρκέσει αυτό!
Πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Αυτήν την ολιγόλεπτη συνάντηση δεν την ξέχασε σ’ όλη την ζωή του ο Στάθης. Ίσως ήταν αυτό που λένε κεραυνοβόλος έρωτας. Που φέρνει τέτοια τραντάγματα στους νέους, τέτοιους κλονισμούς που δεν επουλώνονται ποτέ. Τραύματα που πονάνε όμορφα, συνοδευόμενα με την μορφή εκείνη που τα προκάλεσε.
Ο Στάθης δε θυμάται αν είπαν τίποτε. Τι είπαν! Θυμάται όμως πως ούτε αυτός ούτε η Θάλεια, τόλμησαν να προτείνουν να συναντηθούν άλλη ώρα, άλλη μέρα. Στην Θάλεια ήταν φυσικό για κείνα τα χρόνια, δεν ήταν συνηθισμένο να παίρνει εκείνη την πρωτοβουλία. Ο Στάθης όμως! Όπως πάντα αδέξιος, διστακτικός, συνεσταλμένος, τώρα θα άλλαζε που τα είχε και τελείως χαμένα.
Συνεχίζοντας το δρόμο για τον προορισμό του, μετά την συγκλονιστική τρυφερή αυτή συνάντηση, προσπαθούσε να συνέλθει απ’ αυτό το σοκ. Βασανίζονταν γιατί δεν μπόρεσε να της προτείνει να συναντηθούν μια άλλη βραδιά.
Πώς όμως θα συναντιόνταν αφού αυτός ήταν η σημαδούρα της παρανομίας! Με ποιο δικαίωμα, άθελά της, θα μπέρδευε την κοπέλα σ’ αυτή τη φωτιά που ετοιμάζονταν να ανάψει κι άναψε! Φωτιά αδελφοκτόνου πολέμου.
Όχι, καλά έκανε και χώρισαν έτσι. Χώρισαν όμως για πάντα. Δε συναντήθηκαν ποτέ. Νέα της έμαθε μόλις προ ολίγου από τον Άλκη. Δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούν. Αλλά και δεν το ήθελε. Φοβόνταν. Ήταν βέβαιος πως ύστερα από τόσα χρόνια θα είχε αλλάξει η Θάλεια. Κι αυτός την ήθελε νάνε τέτοια όπως τότε.
Έζησε πολλά χρόνια με την εικόνα της. Την έπλασε πάρα πέρα με την φαντασία του τέτοια όπως θα ήθελε την σύντροφο της ζωής του, την ερωμένη του.
Πόσες φορές στα δύσκολα χρόνια, χρόνια δοκιμασιών δεν την φαντάζονταν και δεν έπλαθε με την φαντασία του ολόκληρες σκηνές με ήρωα τον εαυτό του και την Θάλεια!
Ναι την θυμόταν πάντα. Και μ’ αυτή παρομοίασε την ρωσίδα κοπέλα που συνάντησε στην γέφυρα του ποταμού Αγκαρά στην πόλη Ιρκούκς της Σιβηρίας! Αυτή όμως είναι μια άλλη τρυφερή συνάντηση.

Κίτσος Γιαγγιώργος, Παλιά στη Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 83-87.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Πολιτιστικός περίπατος

 Ακολουθώντας τις διαδρομές που αφηγούνται οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης, άλλες με περπάτημα κι άλλες με την Πολιτιστική γραμμή 50 του Ο.Α.Σ.Θ., περιηγηθήκαμε την πόλη μας αυτό το ανοιξιάτικο πρωινό!


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Συζήτηση με μια συγγραφέα

 Στη σημερινή συνάντησή μας είχαμε τη χαρά να έχουμε στη συντροφιά μας τη φιλόλογο κ. Αποστολίδου Χαρούλα με μια άλλη ιδιότητά της, αυτή της θεατρικής συγγραφέως. Η κ. Αποστολίδου ασχολείται, κυρίως, με τη θεατρική συγγραφή και έχει αποσπάσει βραβεία από το Υπουργείο Πολιτισμού και την UNESCO και πολλά έργα της έχουν παρουσιαστεί από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και από θεατρικές ομάδες σε όλη την Ελλάδα. Τον Μάιο του 2018, όπως μας εκμυστηρεύτηκε, πρόκειται να κυκλοφορήσει και το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο "Ο Χρόνος Είναι Αναπνοές" από τις εκδόσεις Βάρφη.




Η υπεύθυνη φιλόλογος του προγράμματος, κ. Παπαδοπούλου Ελένη, μάς διάβασε ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη Θεσσαλονίκη, και ειδικότερα από την κοινότητα των φυματικών του Σανατορίου στο Ασβεστοχώρι αλλά και από τη Φλώρινα, την πόλη προέλευσης της κεντρικής ηρωίδας που νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο και βίωσε τις τραγικές συνέπειες της ασθένειας αλλά και του κοινωνικού ρατσισμού.

 

Στη συνέχεια, υποβάλαμε στη συγγραφέα πολλές ερωτήσεις που αφορούσαν θέματα τόσο του περιεχομένου όσο και της μορφής των κειμένων της. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε είναι ότι για να γράψεις ένα κείμενο πρέπει να έχεις έμπνευση, να κάνεις μια σχετική έρευνα σε αρχεία και άλλες πηγές και, όπως επεσήμανε η κ Αποστολίδου, πρέπει να διαμορφώσεις με κάθε λεπτομέρεια τους ήρωές σου τόσο στην εξωτερική τους μορφή όσο και στους χαρακτήρες.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Καβάλα, η πόλη των Προσφύγων

Μανία Πόλεως
Δε γεννήθηκα σε αρχοντικό της συνοικίας του Αϊ-Γιάννη, ούτε σε κάποιο που μετακομίσαμε μετέπειτα της Δεξαμενής. Οι γηγενείς δε μας καταδέχονταν, μας θεωρούσαν πρόσφυγες από τη Μυτιλήνη, κι εμείς, για να τους πάμε κόντρα, εκθειάζαμε το νησί μας, τους άρχοντες καραβοκύρηδες, τους νοικοκυραίους λαδέμπορους, που ήξεραν να γλεντάν και έφτιαχναν τσίπουρα και ούζα, μεζέδες ανατολίτικους. Βέβαια όλα αυτά ήταν υπερβολικά, αλλά θέλαμε να παραστήσουμε τους σπουδαίους, να υπερηφανευτούμε. Στη Μυτιλήνη δε μας έλειπε η τροφή, αλλά αυξηθήκαμε, γεννοβολούσαμε, ήμασταν καλά βολεμένοι. Αυτό ήταν και το αδύνατο σημείο μας. Εξαιτίας του υπερπληθυσμού μας γίναμε πρόσφυγες.
Και να πώς: το 1928 στην Καβάλα είχαν προστεθεί είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες στον πληθυσμό της πόλης και στοιβάχτηκαν οι περισσότεροι στη συνοικία της Παναγίας, σε ανταλλάξιμα σπίτια των Τούρκων. Σε κάθε στενάχωρο σπιτάκι εγκαταστάθηκαν τρεις και, πολλές φορές, τέσσερις οικογένειες προσφύγων. Αποτέλεσμα ήταν να πνιγεί η περιοχή στα λύματα, στις ακαθαρσίες, και σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση. Δύσκολα χρόνια. Τα ποντίκια θέριεψαν, αποθρασύνθηκαν, έμπαιναν στα σπίτια και ενώ κοιμόνταν οι άνθρωποι ροκάνιζαν τα πιο μαλακά μέλη τους, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, τη μύτη, την απόληξη των αυτιών, γλυκά και, μάλιστα, χωρίς να το παίρνουν είδηση. Έγιναν ο εφιάλτης του κόσμου, θέριζαν οι μολυσματικές ασθένειες.
Ο τότε δήμαρχος της Καβάλας κατάλαβε πως, επειδή δεν υπήρχαμε στην πόλη σε μεγάλους πληθυσμούς, το πρόβλημα της υγείας διογκωνόταν. Γι’ αυτό επέμεινε να έρθουμε, επειδή έμαθε πως στη Μυτιλήνη περισσεύαμε. Όταν τα συνεργεία του μας εγκλώβισαν, έπεσε κλάμα και οδυρμός στις ρούγες. Χωρίζονταν οικογένειες, οι ηλικιωμένοι παρακαλούσαν «αφήστε μας να τελειώσουμε ειρηνικά τις μέρες μας εδώ, μη μας τραβολογάτε», οι γονείς παρακαλούσαν «πάρτε και τα παιδιά μας, μη μας χωρίζετε», οι γυναίκες έκλαιγαν που άφηναν έτοιμα σπιτικά, στρωμένα και ξενιτεύονταν στο άγνωστο, οι γριές μοιρολογούσαν. Αυτοί ήταν ανένδοτοι. Μας πέταξαν στα αμπάρια του φορτηγού πλοίου χωρίς έλεος. Υποφέραμε στο ταξίδι, ζάλη κι εμετός στην ημερήσια διάταξη, έκλαιγαν τα μικρά, άσε την πείνα και το κρύο, δε μας άφησαν να πάρουμε το παραμικρό σαν τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, το ίδιο και χειρότερα.
Στην Καβάλα μάς άδειασαν σε μια μαούνα που μύριζε καπνό, γιατί μετέφερε τα δέματα στα μεγάλα φορτηγά που έδεναν αρόδο — η πόλη δεν είχε ακόμη λιμάνι. Μας μάντρωσαν σε κλούβες και με αραμπάδες μας ανέβασαν στη συνοικία της Παναγίας, όπου μας απελευθέρωσαν. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε κρυψώνες, παντού παστωμένοι, κάτισχνοι και απελπισμένοι πρόσφυγες, που ωστόσο μας καλοδέχτηκαν σαν σωτήρες.
Οι πρόγονοί μου χτύπησαν υπερωρίες για να καθαρίσουν τη συνοικία, θυσιάστηκαν γενιές ολόκληρες, πού να σκεφτούν τη λούφα και το καθισιό. Δούλεψαν με την ψυχή τους, δεν πρόλαβαν να ξεκουραστούν, κάποιοι θυσιάστηκαν στο κυνήγι του εχθρού.
Χάρη σ’ αυτούς μπορώ να τεντώνω σήμερα το λεοπαρδαλί κορμί μου, τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, και να μην κυνηγώ πια ποντίκια. Μ’ αρέσει το χουζούρι, το αραλίκι, αρκούμαι στα ψαροκέφαλα από τις ταβέρνες της συνοικίας, αλλά και σε ό,τι μου τρατάρουν οι γιαγιάδες της Παναγίας, που έμαθαν να μας αγαπούν, γιατί σώσαμε κάποτε την πόλη και τους κατοίκους από τα ποντίκια και τις αρρώστιες τους.
Χαρπαντίδης Κοσμάς, «Μανία Πόλεως», Κέδρος, 2009, σ. 23-27

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Τα Γιάννενα των ανθρώπων και των εποχών

 Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο

Κυριακή πρωί σηκώνονται γρηγορότερα οι γυναίκες. Φτιάνουν τον νταβά με το φαΐ να τον έχουν
έτοιμο που θα ξυπνήσουμε. Παίρνει τον νταβά ο πεθερός τον πάει στο φούρνο. Εγώ καφέ και τσιγάρο. Γυρίζει ο πεθερός. Τρώει το γάλα του με το ψωμί. Τελειώνουμε. Να ντυθώ κι εγώ γρήγορα κι αργήσαμε. Ξεκινάμε. Μπροστά ο πεθερός κι εγώ. Πίσω η πεθερά κι η γυναίκα με το παιδί αγκαλιά. Χαιρετάμε τους γνωστούς όλο το δρόμο ως τη Μητρόπολη. Στην εκκλησία σοβαροί. Οι γυναίκες στη μεριά τους. Εμείς όρθιοι. Βρίσκει ο πεθερός καμία φορά στασίδι. Τις περισσότερες όρθιος κι αυτός. Περιμένουμε να τελειώσει η λειτουργία. Να πάρουμε το αντίδωρο. Το σταυρό μας και στο προαύλιο. Σιγά σιγά επιστροφή σπίτι. Μπαίνουμε στο Κάστρο. Στο έμπα αριστερά ο φούρνος. Παίρνει ο πεθερός τον νταβά με το φαΐ. Μοσχοβολάει κυριακάτικο κρέας, μας σπάει τη μύτη.

Στις αρχές πηγαίναμε με τον πεθερό στην Όαση για ούζο. Τώρα πίνουμε το ούζο στον κήπο ώσπου να ετοιμάσουν οι γυναίκες το τραπέζι. Τελειώνουμε το ούζο. Ώρα για φαΐ. Γύρω γύρω στο τραπέζι. Ήσυχα ήσυχα. Πίνουμε κι ένα ποτήρι ρετσίνα. Μας πιάνει νύστα. Οι άλλοι θα κλέψουν τον μεσημεριανό τους. Εγώ βάζω τη γυναίκα και μου φτιάνει δυνατό καφέ. Πρέπει να ξενυστάξω. Ξενυστάζω στο στάδιο. Στο στάδιο φασαρία. Βρίσκω τους φίλους. Στηνόμαστε όρθιοι και παρακολουθούμε τις ομάδες. Φωνές και φασαρία. Κερδίζει η ομάδα μας πανηγυρίζουν οι φίλοι δίπλα μου. Χάνει φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι. Παν στο καφενείο να πιουν να ξεδώσουν. Να φωνάξουν. Να βρίσουν. Θα τους πάρει το βράδυ μέχρι να καλμάρουν. Εγώ τους αφήνω.

Ανεβαίνω αργά αργά ως τον Κουραμπά. Απ’ τον Κουραμπά στο νεκροταφείο. Πάω στα μνήματά τους. Τα καθαρίζω απ’ τ’ αγριόχορτα. Κάνω το σταυρό μου. Μένω λίγο σκεφτικός και τα κοιτάζω. Ξανά το σταυρό μου. Φεύγω. Παίρνω την κατηφόρα ως την Καλούτσιανη. Πίσω το δρόμο απ ‘τα μποστάνια. Γύρω γύρω τη λίμνη. Απ’ τη λίμνη στο Κάστρο. Φτάνω σπίτι σαν σουρουπώνει. Ώσπου να ξεντυθώ και να βάλω τις πιτζάμες παίρνει και βραδιάζει. Το βραδινό λίγο περίσσευμα απ’ το μεσημέρι. Κανένα αυγό με τυρί. Να περάσει κι αυτή η ώρα. Να πάμε για ύπνο. Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα. Αρχή της βδομάδας. Έχουμε δουλειά μπροστά μας.

Στα Γιάννενα βρέχει πολύ το φθινόπωρο. Κάνει μέρες να σταματήσει. Ύστερα έρχονται τα Χριστούγεννα με χιόνια. Απόκριες. Κι αυτές τις περισσότερες φορές με χιόνι. Κρύο οπωσδήποτε. Το Πάσχα άνοιξη. Μοσχοβολάει ο τόπος. Το καλοκαίρι ζέστα φοβερή. Κάψα. Περιμένουμε το φθινόπωρο να βρέξει. Ξεράθηκε ο τόπος. Έρχεται το φθινόπωρο και βρέχει. Βρέχει, δε λέει να σταματήσει. Λίγο χιόνι. Πεθυμήσαμε λίγο χιόνι. Το χιόνι θα πέσει τα Χριστούγεννα. Μπορεί και γρηγορότερα. Μπορεί να ’ναι βαρύς ο χειμώνας, να το κρατήσει και μέχρι Μάρτη. Το Πάσχα μια φορά θα ’χει οπωσδήποτε καλό καιρό. Άνοιξη το Πάσχα. Κι ύστερα το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι σκασίλα ζέστη μέχρι το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο θ’ αρχίσουν πάλι οι βροχές ασταμάτητες […]
Είναι εκείνη η χαρακιά στο Μιτσικέλι. Η γυναίκα ντύνει το μεγάλο γιο την ταξιδιωτική στολή. Ποδιά με γιακαδάκι άσπρο. Του κρεμάει το σακίδιο. Πλάκα με κοντύλι και σφουγγάρι. Φεύγω πρωί και δεν είμαι στην αναχώρηση. Στην ανηφόρα της Αβέρωφ για το δημοτικό. Ύστερα στην οδό Ανεξαρτησίας για το γυμνάσιο. Ύστερα στο λεωφορείο μπρου μπρου για Θεσσαλονίκη. Είναι κείνη η χαρακιά και τραβάει τα παιδιά ίδιος μαγνήτης. Είναι ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη. Για το Πανεπιστήμιο.

Ο πεθερός όλο και γερνάει. Φυτεύει στον κήπο τρεις μηλιές. Μικρές μικρές τις βλέπω. Μεγαλώνουν οι μηλιές. Γίνονται δέντρα. Κάνουν και μήλα. Εγώ μικρές τις βλέπω. Βλέπω το μεγάλο γιο να τον μαθαίνω κολύμπι στη λίμνη. Πρώτα με σαμπρέλα. Ύστερα χωρίς. Σιγά σιγά και τον ακουμπάω με την κοιλιά στις παλάμες. Να μάθει απλωτές. Να μάθει να χτυπάει τα πόδια. Και τον μεσαίο. Να μην το φοβάται έτσι το νερό. Και τον μικρό. Κοκαλιάρης ο μικρός κι όλο κρυώνει. Μικρές κι οι μηλιές στο μυαλό μου και τα πλατάνια στο μόλο τεράστια. Στέκομαι από κάτω και βρέχει. Στάζουν τα φύλλα και κοιτάζω τη χαρακιά στο Μιτσικέλι. Και δακρύζουν τα μάτια.

Ο γιος ο μεγάλος κι ο μεσαίος κι ο μικρός. Κάνουν ζαβολιές. Τους ρίχνω καμιά καρπαζιά. Βάζω και φωνή, να με σέβονται. Να με φοβούνται. Τα πεθερικά τα παραχαϊδεύουν. Η γυναίκα στις δουλειές. Εγώ στο μαγαζί απ’ τα βαθιά χαράματα. Αυτά στα παιγνίδια. Όλο και ξεπορτίζουν. Να ’χουν το φόβο. Να διαβάζουν. Είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να μπουν σε τάξη. Μικρά με κοντά παντελόνια. Μικρά με μακριά. Μικρά και ξυρίζονται. Μικρά και παν στο πανεπιστήμιο. Μικρά κι αρραβωνιάζονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Είναι μικρά ακόμα.
Ο πεθερός βγαίνει στη σύνταξη. Γυροφέρνει στον κήπο. Βοηθάει τις γυναίκες στις δουλειές. Η γυναίκα μου ολημέρα στο μαγείρεμα. Σκούπισμα, πλύσιμο. Τη βλέπω που γυρίζω τα μεσημέρια κι είν’ ακόμα με τ’ αλεύρια. […]

Το τσιγάρο το ’κοψα. Μεγάλο έξοδο. Κρασί Χριστού και Πάσχα. Μαζί με τα παιδιά. Έρχονται τα παιδιά με τις οικογένειές τους. Περνάμε καλά. Ύστερα ανοίγει η πόλη τις πύλες της. Στέκομαι στους τρεις ανέμους και τ’ αποχαιρετάω. Στο μυαλό μου η χαρακιά. Αυτή η χαρακιά και τα πρωτοπήρε. Τη βλέπω στον ύπνο εφιάλτη. Φίδι μαύρο και με πλησιάζει. Με τυλίγει. Πόδια και μπράτσα και λαιμό. Με πνίγει. Κατηφορίζω στο μόλο να πάρω ανάσα. Σκεπή μου τα πλατάνια. Γαλήνη μου η λίμνη. Βαδίζω αργά κι είμαι μόνος. Οι άλλοι στην πλατεία στριμωγμένοι στα καφενεία και παίζουν χαρτιά. Μπεκροπίνουν. Ξοδεύουν τα λεφτά τους. Δεν είναι οικογενειάρχες ν’ αναστήσουν παιδιά. Να τα βάλουν στον ίσιο δρόμο. Ο ίσιος δρόμος αυτή η πληγή που σκίζει το Μιτσικέλι λοξά. Και στριφογυρίζει. Όλο στριφογυρίζει και χάνεται πέρα μακριά. Πολύ μακριά. Τόσο που δε φτάνει το βλέμμα. Το βλέμμα το δικό μου. Το πατρικό. Άδικα τον χαστούκισα το μεγάλο που ’σπασε το τζάμι με τη σφεντόνα. Και τον μεσαίο. Χάλασε την πατίνα και τον έβαλα τιμωρία νηστικό. Κι εκείνον το μικρό. Τι να δείρεις από δαύτον που του μετριούνται τα παΐδια. Ο πεθερός σκέφτεται να κόψει τις μηλιές. Μεγάλωσαν λέει. Παραμεγάλωσαν. Το ’χασε ο άνθρωπος. Τόσο δα μηλίτσες και μεγάλωσαν. Τι να πεις.

Τα καλοκαίρια το βραδάκι πάμε όλοι μαζί βόλτα στο μόλο. Έχει καλαμπόκι. Στα καφενεία κόσμος. Δεν καθόμαστε. Τζάμπα έξοδο. Κείνο το καφενείο στη στροφή Η Κυρα-Φροσύνη βγάζει το μεγάφωνο και βάζει όλο παλιά τραγούδια. Καντάδες και τέτοια. Κι η λίμνη φαίνεται με τα φώτα μαύρος καθρέφτης. Τραβηχτικός. Κι απάνω γλιστράν οι βάρκες σκιές. Κι είναι κι η βενζίνα, πηγαινοέρχεται τουκ τουκ. Κι είναι και τα βατράχια όλα μαζί συναυλία. Τρώμε το καλαμπόκι και γυρνάμε αργά σπίτι. Σπίτι έχει γάλα με γιαούρτι και παπάρα ψωμί. Αυτό είναι το βραδινό μας. Πολύ νόστιμο.

Φθινόπωρο βροχές κι η εμποροπανήγυρη. Και περνάει η εμποροπανήγυρη κι ακόμα βροχές. Όσο πιο πολλές τόσο καλύτερα. Σπρώχνουν το χρόνο στα Χριστούγεννα. Τούτα τα Χριστούγεννα μπορεί να ’ρθει μόνο ο μικρός ο γιος με την οικογένεια. Υπάρχει και μια ελπίδα το Πάσχα να ’μαστε όλοι μαζί. Αρχίζω και μετράω τα χρόνια π’ απομένουν για τη σύνταξη. Και βλέπω στην κορφή του βουνού που ξεκόβεται μια πετρούλα. Την παίρνει ο χείμαρρος και την κατεβάζει ως κάτω στο νταμάρι. Από κει τη φορτώνουν μαζί με τ’ αμμοχάλικο. Στρώνουν να φτιάξουν περιφερειακό δρόμο στη λίμνη. Κι η πετρούλα πέφτει άκρη άκρη στο δρόμο. Κι εγώ περνάω και της δίνω μια κλοτσιά. Και την ακούω που πέφτει στο νερό ανάμεσα στα καλάμια και κάνει μπλουμ. Και κάθε φορά περνάω και κοιτάζω το μέρος που την έπνιξα. Την πετρούλα που ξεκόλλησα απ’ το βουνό. Κι έφτασε στη λίμνη. Και βούλιαξε στα νερά και χάθηκε. Αρχίζω και γερνάω.

Ναπολέων Λαζάνης, Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο, Πατάκης 1995, σ. 123-125, 145-153 και 161-164.

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Εφηβικές απουσίες

ΑΤΙΤΛΟ

Η Νεφέλη έβαλε ξανά τα ακουστικά της  και προσπάθησε να αγνοήσει τον καυγά που ξέσπασε
μπροστά της πριν από λίγα λεπτά. Η ατμόσφαιρα του λεωφορείου ήταν αποπνικτική, σιχαινόταν τη μυρωδιά το ιδρώτα που πλανιόταν στον αέρα και δίσταζε να ακουμπήσει οτιδήποτε μέσα στο όχημα. Πολλές φορές έχανε την ισορροπία της από το απότομο σταμάτημα ή ξεκίνημα του λεωφορείου, αλλά από το μυαλό της περνούσαν αστραπιαία όλες οι γνωστές αρρώστιες που μπορούσε να πάθει κανείς μόνο από ένα μικρόβιο στο χερούλι της θέσης,  για αυτό και επέμενε. Από την πλατεία Αριστοτέλους έως το σπίτι της στα Κωνσταντινουπολίτικα  ήταν περίπου σαράντα λεπτά με το 14, το λεωφορείο που χρησιμοποιούσε ολόκληρη η Τούμπα. Σήμερα όμως, λίγο μετά την Αγία Βαρβάρα, ότι ο κόσμος ήταν ελάχιστος – πράγμα που έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή της . ήταν ακόμη εξοργισμένη με το γεγονός ότι η μητέρα της δε δέχτηκε να την πάει στο σπίτι της Ξένιας, λες και είχε να κάνει κάτι καλύτερο, και την ανάγκασε να χρησιμοποιήσει για μια ακόμα φορά το αστικό. Πάτησε το κόκκινο κουμπί και περίμενε μέχρι το λεωφορείο να φτάσει στη στάση Δημοκρατίας, στην οποία θα κατέβαινε.
Ο κρύος απογευματινός αέρας την ενόχλησε ελάχιστα, καθώς το πρόσωπό της έκαιγε ακόμα από τον θυμό, και με γοργό βήμα ξεκίνησε τη γνωστή διαδρομή. Κατευθυνόταν προς τις πολυκατοικίες στην δεξιά πλευρά του δρόμου, αγνοώντας παντελώς οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της. Είχε να κάνει ένα σωρό πράγματα. Να τελειώσει τα μαθήματα του σχολείου και του φροντιστηρίου, να παίξει για μια τελευταία φορά το κομμάτι της στο τσέλο, να τηλεφωνήσει στον Νίκο και να του ζητήσει εκείνη τη χάρη… Όμως τίποτα από όλα αυτά δε θα πραγματοποιούνταν αν δεν έλυνε πρώτα το θέμα με τη μητέρα της.
Η κυρία Αναστασία ήταν ακόμα θυμωμένη με την κόρη της για την ωριαία αποβολή που πήρε στην ώρα της Γεωμετρίας την Τρίτη επειδή δε σταματούσε να μιλάει. Ποιος; Η Νεφέλη, το καλύτερο κορίτσι του σχολείου ολόκληρου, η πρώτη και εξυπνότερη μαθήτρια, το καμάρι της μητέρας της… Βλακείες! Η Νεφέλη δεν ήταν έτσι, όχι πλέον. Τουλάχιστον όχι μετά από εκείνο το πάρτι. Της άρεσε πολύ αυτή η αλλαγή, όμως η Ξένια δε συμφωνούσε μαζί της.  Η καλύτερή της φίλη, πάντα πρόθυμη για σκανδαλιές και μπελάδες, ξαφνικά της έλεγε πως το παρακάνει και ότι πρέπει να σταματήσει. Αυτό δεν ήταν σίγουρα μέσα στα σχέδια της Νεφέλης.
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της, ξεκλείδωσε τη βαριά πόρτα και, σχεδόν τρέχοντας, ανέβηκε τις σκάλες ως το δεύτερο όροφο που ήταν το διαμέρισμά τους. Όταν μπήκε μέσα την υποδέχτηκε η γνωστή ησυχία. Γνωρίζοντας πως ο πατέρας βρισκόταν στη δουλειά και η μητέρα της προφανώς για καφέ σε κάποια φίλη της, πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο έβρισκε την ησυχία που τόσο απεγνωσμένα αναζητούσε. Έβγαλε τα ακουστικά που φορούσε και άνοιξε την πόρτα, όταν κατάλαβε πως κάποιος άλλος βρισκόταν ήδη μέσα στο δωμάτιο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βάλει τις φωνές, ελπίζοντας ότι κάποιος θα την άκουγε, αλλά συνειδητοποίησε έγκαιρα πως ήταν απλά η μητέρα τα, η οποία καθόταν στο κρεβάτι της και την κοιτούσε σαν να είχε δει φάντασμα.
«Με τρόμαξες», μουρμούρισε η Νεφέλη, αφήνοντας μια βαθιά ανάσα. Η μητέρα της παρέμεινε σιωπηλή, παρατηρώντας την προσεκτικά. «Ώστε τώρα δε μου μιλάς μανούλα», πρόσθεσε με τον πιο χλευαστικό τόνο που διέθετε. Το είχε παρατραβήξει, ήταν απλώς μια απουσία.
«Τι είναι αυτά;», ψιθύρισε η μητέρα της , που σχεδόν δεν την άκουσε. Έπειτα, έτεινε αργά το χέρι της προς τη Νεφέλη και άνοιξε σχολαστικά τη χούφτα της, αποκαλύπτοντας τα μικρά χάπια που τόσες βδομάδες προσπαθούσε να κρύψει.
Η Νεφέλη ένιωσε σαν να τη χτύπησε κάποιος στο στομάχι με όλη του τη δύναμη. Είχε σκαρφιστεί κάθε είδους κρυψώνα, τα άλλαζε θέση κάθε φορά που υποψιαζόταν ότι η μητέρα της θα τα έβρισκε αλλά πάλι δεν ήταν αρκετό.
«Είναι κάτι παυσίπονα που μου έδωσε η Ξένια να δοκιμάσω», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Ναρκωτικά δοκίμασε για πρώτη φορά στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του Αυγούστου, σε ένα παιχνίδι θάρρους ή αλήθειας, και έκτοτε δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της. Κάθε μήνα προχωρούσε σε κάτι καλύτερο, πιο δυνατό, καθώς οι παλιές απολαύσεις δεν φαίνονταν τόσο διασκεδαστικές πλέον.
«Μη μου λες ψέματα!», τσίριξε η μητέρα της, επαναφέροντάς την στην πραγματικότητα. «Εάν το μάθει ο πατέρας σου θα σε σαπίσει στο ξύλο, θα ντρέπεσαι να βγεις έξω. Τι σκεφτόσουν;»
Η Νεφέλη χρειάστηκε ελάχιστα δευτερόλεπτα για να ξαναβρεί το θάρρος της. «Ας με κάνει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει ειλικρινά. Δηλαδή περίμενες ότι ενώ εσύ και ο μπαμπάς λείπετε κάθε λεπτό από τη ζωή μου εγώ θα μεγάλωνα και θα γινόμουν το καλό κοριτσάκι που θέλεις να είμαι; Ε λοιπόν μάντεψε, η ζωή δεν είναι όπως τη θέλουμε». Χωρίς να το καταλάβει, είχε αρχίσει να φωνάζει και η ίδια, εξαπολύοντας τον θυμό που τόσο καιρό φώλιαζε μέσα της.
«Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι;»
«Σου πήρε εφτά μήνες για να το καταλάβεις, μην προσποιείσαι ότι σε νοιάζει!», απάντησε η Νεφέλη, έτοιμη να εκραγεί. Έπειτα, χωρίς καμία προειδοποίηση, έκανε μεταβολή αναζητώντας την έξοδο.
«Μη διανοηθείς να φύγεις, δεν τελειώσαμε ακόμα!», ούρλιαξε η μητέρα της, αλλά ήταν  πολύ αργά. Η Νεφέλη βρισκόταν ήδη στην πόρτα και έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αρνούμενη να επιτρέψει στη μητέρα της να δει τα δάκρυα που κυλούσαν κιόλας σαν χείμαρρος στα μάγουλά της, βγήκε έξω με ορμή και έτρεξε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης μέχρι να μην μπορεί να ανασάνει.

Χ.Ε.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Θεσσαλονίκη του 1950

«Το σπίτι έπεσε από τον παράδεισο»



 Θεσσαλονίκη του 1950. Η νεαρή Χρυσούλα μόλις έκλεισε τα δεκαέξι της χρόνια. Ιανουάριος μήνας μπήκε, και μαζί με τη νέα χρονιά, ήρθε και η ξενιτιά. Η πολυμελής οικογένεια της Χρυσούλας μόλις έφτασε στη διάσημη για την εποχή, Θεσσαλονίκη. Κουράστηκαν για να τα καταφέρουν, τόσο ποδαρόδρομο. Τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν στη Κωνσταντινούπολη, οπότε αναγκάστηκαν να φύγουν. Κουβάλησαν τα υπάρχοντα τους, δεν ήταν πολλά, δυο σακιά γεμάτα ρούχα και κατσαρολικά ήταν όλα κι όλα. Το περπάτημα συνεχιζόταν, και ήταν πολύ κόπος. Τα τέσσερα αδέρφια της Χρυσούλας, ο Μπέκος, η Αθηνά, ο Σόλων και η μικρότερη αδερφή, η Βέτα, δεν κρατούσαν τίποτε. Τα είχαν αφήσει όλα στους γονείς τους. Η Χρυσούλα αισθάνθηκε άσχημα, μα συνέχισε να περπατάει.
«Παιδιά μου, με το περπάτημα δε γίνεται τίποτα. Άντε, διαλυθείτε και ψάξτε καμιά άδεια παράγκα να ξαποστάσουμε.» , είπε η μάνα, η Συρματού.
 «Α, εσύ Χρυσούλα πάρε και τη Βέτα μαζί σου, εννιά χρονώ παιδί να περιπλανιέται στους δρόμους, άντε, πηγαίνετε, και γυρίστε πάλι εδώ αν βρείτε κάτι, θα σας περιμένουμε.» , πρόσθεσε η Συρματού και άφησε το σάκο γεμάτο ρούχα, και έκατσε πάνω του.
 Δεν άρεζε στη Χρυσούλα όταν η μητέρα της, της έλεγε τι να κάνει, πάντοτε σκεφτόταν, «Δεκαέξι χρονώ παιδί, σχεδόν ενήλικας! Τι θέλει και συνέχεια με διατάζει;» . Το σκέφτηκε και τώρα, αλλά δεν είπε τίποτα, όπως πάντα. Πήρε τη Βέτα απ’ το χέρι και ξαμολήθηκαν στην Τσιμισκή για να βρουν κατάλυμα.
«Κουράστηκα Χρυσούλα.» , γκρίνιαξε η Βέτα.
«Αυτό να μην το ξαναπείς, αλλιώς θα μείνεις νηστικό για μια βδομάδα!» , τη μάλωσε η Χρυσούλα.
 Η μικρή δεν ξαναμίλησε. Κατάπιε τον πόνο της, και συνέχισε. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, και οι δρόμοι δεν είχαν φώτα.
«Τι σόι πόλη είναι αυτή; Ούτε φώτα να δούμε τη μύτη μας δεν έχει.» , μίλησε η Βέτα μετά από ώρα η Βέτα.
«Τι περίμενες; Αν ήταν, θα πηγαίναμε στην Αθήνα, μας είπε ο μπαμπάς, αλλά εκεί να δεις περπάτημα. Οπότε και δω, καλά είμαστε.»
 Στο δρόμο τους, πέρασαν μπροστά από ένα σπίτι με μεγάλα παράθυρα. Μέσα, ήταν ένα ζευγάρι που καβγάδιζε. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι έξω. Αν η Χρυσούλα κατάλαβε καλά, μάλωναν επειδή ο άντρας ξέχασε δύο βράδια έξω τη μπουγάδα και τα ρούχα πάγωσαν. Της φάνηκε αστείο, αλλά έσπρωξε ελαφρά τη Βέτα να συνεχίσει, μιας και απορροφήθηκε πολύ από το θέαμα.
 Πέρασε αρκετή ώρα, είχε ήδη βραδιάσει, αλλά χάρη στο φεγγάρι, μπορούσαν να δουν που πάνε. Ξαφνικά, στο πεζοδρόμιο που περπατούσαν, στο σπίτι ακριβώς δίπλα, άνοιξε μία πόρτα, και βγήκε ένας άντρας. Μόλις είδε τα δύο κορίτσια, βιάστηκε να πάει προς το μέρος τους. Έδειχνε εξαιρετικά χαρούμενος και καλός άνθρωπος. Μόλις τις έφτασε, είπε,
«Καλησπέρα, μήπως τυχαίνει να ψάχνετε για σπίτι;» , ρώτησε μες τη φούρια.
«Συγγνώμη; Σπίτι;» , απόρησε η Χρυσούλα.
«Ναι, ψάχνουμε. Αλλά δεν έχουμε βρει τίποτα και περπατάμε εδώ και ώρες.» , είπε όλο παράπονο η Βέτα
«Λοιπόν, αγαπητό μου κοριτσάκι, τυχαίνει να έχω στην ιδιοκτησία μου ένα σπίτι. Δυστυχώς δεν θα είμαι εδώ και δεν έχω κοντινούς συγγενείς να το δώσω. Οπότε τι λέτε; Θα το πάρετε;» , είπε χαρούμενα και με λίγο αστεία προφορά ο άντρας.
 Οι αδερφές κοιτάχτηκαν, σοκαρισμένες, μετά κοίταξαν τον άντρα και κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά.
«Έξοχα!» , είπε ο άγνωστος άντρας, και τους έδωσε το κλειδί. Έδειξε το σπίτι, και είπε,
«Στη διάθεση σας!» , αναφώνησε και έφυγε, σχεδόν χοροπηδώντας.
 Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν, μη μπορώντας να πιστέψουν τι συνέβη. Μετά, έτρεξαν πίσω, να πουν τα νέα στους υπόλοιπους. Έκαναν τη διαδρομή στο μισό χρόνο απ’ ότι τους πήρε για να φτάσουν εκεί. Τους βρήκαν όλους μαζί να κάθονται στο πεζοδρόμιο. Τα αδέλφια της ξάπλωναν.
«Μαμά! Βρήκα σπίτι. Έχουμε σπίτι! Δείτε!» , είπε η Χρυσούλα και κούνησε στον αέρα.
«Πώς παιδί μου; Πώς το κάνατε;» , είπε ξαφνιασμένη η Συρματού.
 Η Χρυσούλα κοίταξε την Βέτα και είπε,
«Μας το έδωσε ένας άγγελος».

Δανάη Τζιαφέρη

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Οι δικές μας ιστορίες, Β΄μέρος

Ο έρωτας βρίσκεται παντού στη Θεσσαλονίκη, όπως και στις καρδιές των εφήβων!

O άγγελός σου 

 Ένα απόγευμα  καλοκαιριού η Νικολέτα, ένα ψηλό μελαχρινό κορίτσι περιπλανιότανε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Είχε μαλώσει με την μητέρα της και έψαχνε μια διαφυγή. Έφτασε μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους, κάθισε σε ένα από τα παγκάκια της, έβγαλε τα ακουστικά της, τα φόρεσε και χάθηκε στην αγαπημένη της μουσική. Ο ήλιος έκαιγε, έτσι της ήταν πιο εύκολο να κρατήσει τα μάτια της κλειστά, άφηνε τις καυτές ηλιαχτίδες  να χτυπήσουν το σώμα της. Σε μια στιγμή τα μάτια της βούρκωσαν καθώς το μυαλό της ταξίδευε σε καταστάσεις και στο πόσο έχει κουραστεί και έχει βαρεθεί τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
 Από τις σκέψεις της την έβγαλε ένα άγγιγμα στον ώμο. Άνοιξε όσο πιο αργά μπορούσε τα μάτια της και σκούπισε όσο πιο διακριτικά μπορούσε το δάκρυ που ήταν έτοιμο να ξεφύγει από τα γαλανά της μάτια «Τι ακούς» ένας ψηλός νέος με υπέροχα χαρακτηριστικά, σαν να θύμιζε άγγελο, στεκόταν μπροστά της. Η Νικολέτα έκλεισε τη μουσική της και έμεινε να τον κοιτάει «Να καθίσω δίπλα σου; Συγγνώμη δεν ήθελα να σε ενοχλήσω» συνέχισε να μιλάει ελαφρώς κοκκινισμένος, αυτή έγνεψε και τότε εκείνος κάθισε. Για αρκετή ώρα καθόντουσαν και κοιτούσαν ευθεία, δύο τρείς φορές να κοιταχτήκανε «Γιατί κάθεσαι μόνη σου;» ρώτησε επιτέλους το ξανθό αγόρι με τα καταπράσινα μάτια «Περιμένω κάποιον» είπε γρήγορα η Νικολέτα κοκκινίζοντας, στοιχείο ότι έλεγε ψέματα «Θα περιμένω μαζί σου» είπε το αγόρι, η Νικολέτα άρχισε να τρέμει στην ιδέα ότι δεν θα έρθει κανένας. Το κινητό της άρχισε να λάμπει, η μητέρα της της έστελνε μηνύματα. Τα έβλεπε και δεν απαντούσε, μόνο ξεφυσούσε.
 Μετά από αρκετή ώρα, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει ,το αγόρι ξανά μίλησε «Υποθέτω δεν θα έρθει κανένας» είπε «Ίσως θα ήταν καλύτερα να γυρίσω σπίτι» είπε γρήγορα η Νικολέτα καθώς είχε ήδη σηκωθεί και έκανε να φύγει. Ένιωσε ένα άγγιγμα στο χέρι της και ανατρίχιασε ολόκληρη, γύρισε να κοιτάξει το χέρι του όμορφου αγοριού βρισκόταν γύρω από το δικό της «Έλα να σε πάω κάπου» είπε, τρομαγμένη η Νικολέτα, περνώντας από μπροστά της όλες οι στιγμές που η μητέρα της της έλεγε να μην ακολουθήσει ποτέ κάποιον ξένο τράβηξε απαλά και ευγενικά το χέρι της. «Συγγνώμη, δεν σε γνωρίζω, δεν μπορώ. Πρέπει να γυρίσω σπίτι» είπε η Νικολέτα με τρεμάμενη φωνή και έφυγε βιαστικά. Ο ψηλός άγγελος γύρισε και στάθηκε μπροστά της «Σε παρακαλώ δεν θα το μετανιώσεις» σχεδόν την παρακαλούσε. Η Νικολέτα το σκέφτηκε για λίγο. Άπειρα ερωτήματα έτρεχαν στο μυαλό της όπως : Τι μπορεί να πάει στραβά; Φαίνεται στην ηλικία μου τι μπορεί να γίνει; Σίγουρα η μητέρα μου δεν θα το ήθελε αυτό. Με την τελευταία πρόταση έκλεισαν οι σκέψεις και αμέσως απάντησε «Εντάξει» ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του αγοριού «Θεέ μου πόσο όμορφος είναι, δεν το είχα παρατηρήσει μέχρι που μου χαμογέλασε», σκέφτηκε η Νικολέτα, και ήταν τόσο δυνατή η σκέψη της που ντράπηκε μήπως και την είπε φωναχτά.
 Το αγόρι την έπιασε από το χέρι, ήταν βράδυ πλέον, και άρχισε να περπατάει «Στάσου πως σε λένε;» ρώτησε η Νικολέτα καθώς σταμάτησε το βήμα της «Δημήτρη γλυκιά μου εσένα;» ρώτησε με μια ζεστασιά στην φωνή του. «Νικολέτα» είπε δειλά κοκκινίζοντας στην λέξη που επέλεξε ο Δημήτρης να χρησιμοποιήσει «Λοιπόν, Νικολέτα, ακολούθησε με» είπε. Το κορίτσι έγνεψε και αρχίσανε να περπατάνε με γρήγορο ρυθμό. Ανεβήκανε την Αριστοτέλους, στρίψανε Τσιμισκή ώσπου φτάσανε στην πλατεία της Αγίας Σοφίας «Τι όμορφη που είναι η πόλη τα βράδια!» σκέφτηκε η Νικολέτα. Ανέβηκαν την πλατεία ώσπου έφτασαν κοντά στην εκκλησία και ο Δημήτρης έστριψε απότομα σε ένα στενό, η κοπέλα φοβήθηκε και σταμάτησε. Το αγόρι την κοίταξε ξαφνιασμένο «Τι συμβαίνει όμορφη;» ρώτησε γελώντας «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε φανερά ενοχλημένη με το γέλιο του αγοριού «Έλα θα δεις. Μην φοβάσαι» είπε αυτός και συνέχισε να περπατάει. Η Νικολέτα αναστέναξε και τον ακολούθησε.
 Λίγα λεπτά μετά έφτασαν μπροστά από ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Μπήκαν βιαστικά μέσα. Το βιβλιοπωλείο ήταν τόσο όμορφο, υπήρχαν ράφια παντού και γεμάτες βιβλιοθήκες με βιβλία. Από το ταβάνι κρεμόντουσαν νεραΐδες και φωτιστικά με χαμηλό φως. Παντού υπήρχαν στοιχεία από παραμύθια «Γειά σου Δημήτρη», μια γιαγιάκα τρόμαξε τους νεαρούς, και αμέσως πιάστηκαν από το χέρι, κοιτάχτηκαν αμήχανα και άφησαν γρήγορα τα χέρια τους «Γειά σου γιαγιά, μας τρόμαξες» είπε ο Δημήτρης χαμογελώντας με την Νικολέτα να έχει κρυφτεί από πίσω του. «Ποια είναι η κοπέλα νεαρέ;» έκανε γλυκά η γιαγιά «Μια φίλη μου, η Νικολέτα», «Χάρηκα» είπε το κορίτσι «Και εγώ γλυκιά μου» χαμογέλασε «Ο χώρος δικός σας» είπε και εξαφανίστηκε σιγά σιγά «Τι γλυκιά γυναίκα» έσπασε την σιωπή η Νικολέτα καθώς περιπλανιόταν ανάμεσα στα βιβλία. «Τι όμορφα που είναι εδώ;» συνέχισε. Ο Δημήτρης πήγε από πίσω της «Νικολέτα νιώθω να σε γνωρίζω χρόνια» είπε, καθώς την οδήγησε στο σαλονάκι οπού υπήρχε μια τεχνητή λιμνούλα με μικρές χελωνίτσες «Δημήτρη δεν σε ξέρω» είπε δίχως να τον κοιτάει « Τα μάτια σου μου φαίνονται γνωστά, οικεία» της σήκωσε το κεφάλι της με το χέρι του ώστε να τον βλέπει «Γιατί με έφερες εδώ;» ρώτησε χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια του. « Σκέφτηκα πως θα σου αρέσει εδώ, ταιριάζεις με το μέρος γιατί και εσύ είσαι σαν να βγήκες από παραμύθι. Ήσουν τόσο όμορφη στο παγκάκι όπως σε χτυπούσε ο ήλιος. Θεέ μου, τόσο όμορφη» είπε ενώ πλέον είχε σηκωθεί από τον καναπέ «Δημήτρη φέρε μου το αγαπημένο σου βιβλίο» είπε ξαφνικά «Γιατί;» ρώτησε αυτός φανερά ξαφνιασμένος «Φέρτο μου» είπε πιο γλυκά αυτή την φορά η Νικολέτα. Ο Δημήτρης εξαφανίστηκε και γύρισε τόσο γρήγορα κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό βιβλίο  με τίτλο «Η ζωή του Σιντ» η Νικολέτα το πήρε στα χέρια της, έβγαλε τα ακουστικά από την τσέπη της. Του έδωσε ένα, τα φορέσανε ταυτόχρονα. Η μουσική άρχισε να παίζει με την Νικολέτα να διαβάζει το βιβλίο ώστε ο Δημήτρης να ακούει. Σιγά σιγά το όμορφο αγόρι έγειρε πάνω στον ώμο του κοριτσιού που διάβαζε και γλυκά αποκοιμήθηκε. Η κοπέλα συνέχισε να διαβάζει. Οι ώρες περνούσαν και η μέρα άρχισε να φαίνεται, το βιβλίο τελείωσε και με ένα γλυκό σκούντημα η Νικολέτα ξύπνησε τον Δημήτρη:
-Έμεινες ξύπνια; Ρώτησε αγουροξυπνημένος
-Διάβαζα το βιβλίο σου, δεν κατάλαβα πότε ξημέρωσε. Είπε γρήγορα
-Σου άρεσε; ρώτησε με αγωνία
-Ήταν…γλυκό. Είπε αυτή σκουπίζοντας το δάκρυ της
Την φίλησε απαλά στο χέρι και είπε «Έλα, θα σε πάω σπίτι»
-Δεν θέλω να πάω σπίτι, θέλω να μείνω εδώ. Είπε και πρόσθεσε σιγανά «μαζί σου»
-Αύριο Νικολέτα θα συναντηθούμε αύριο, πρέπει να ξεκουραστείς
-Καλά. Είπε αυτή δίχως να έχει τη δύναμη να αντισταθεί, σε αντίθεση με αυτό που θα έκανε στην μαμά της.
Βγήκαν από το βιβλιοπωλείο και η Νικολέτα άρχισε να δείχνει τον δρόμο για το σπίτι της. Ήταν και οι δυο σιωπηλοί μέχρι που φτάσανε. Κοιταχτήκανε για  ένα λεπτό και έπειτα ο Δημήτρης την πήρε στην αγκαλιά του «Θα σε ξανά δω, όπου κι αν είσαι θα σε βρω και θα είμαστε μαζί» την φίλησε απαλά και έφυγε δίχως να θέλει να ακούσει την απάντηση της Νικολέτας, ακόμα κι αν δεν υπήρχε. Αυτή έμεινε να τον κοιτάει να απομακρύνεται με τα λόγια του να έχουν γίνει το αγαπημένο της τραγούδι.

Φανή Τσιαγιανίδου

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Οι δικές μας ιστορίες, Α΄μέρος

Οι πρώτες μας δημιουργικές προσπάθειες, μετά τη μελέτη και την απόλαυση λογοτεχνικών κειμένων με θέμα τη Θεσσαλονίκη, είναι έτοιμες για δημοσίευση. Οι ιστορίες μας αρχίζουν και τελειώνουν στη Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη μας πόλη.


ΣΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Μια μέρα ακόμα άρχισε να τελειώνει στην μικρή αλλά και θορυβώδη πόλη της Θεσσαλονίκης και πλέον  μπορούσες   από το λιμάνι της πόλης να παρατηρήσεις  τον ήλιο να ανατέλλει. Εκεί, λίγα μέτρα πιο μακριά,  στην πλατεία Αριστοτέλους, εκεί που παρέες  έκαναν  βόλτα και  παιδιά  έπαιζαν  με τα ποδήλατα τους, εκεί βρισκόταν και μια νεαρή κοπέλα με κατάμαυρα μαλλιά,  ματιά σαν το μπλε του ουρανού, δέρμα σκουρόχρωμο και σώμα ταλαιπωρημένο . Το κορίτσι ονομαζότανε Μάλακ , όνομα παρμένο από Άγγελο, έτοιμο να δώσει  χαρά  και γαλήνη στα πρόσωπα τον γονιών της  με την γέννηση της .
Η Μάλακ ήταν ένα ιρακινό έφηβο  κορίτσι  που κατάφερε με την μητέρα της να ξεφύγει  από τον πόλεμο και να έρθει στην Ελλάδα με σκοπό  να καταλήξει στην Γερμανία όπου βρισκόταν και ο πατέρας της . Η Μάλακ εκείνη την στιγμή  κοιτούσε  το όμορφο ηλιοβασίλεμα μόνη και προσευχόταν στον θεό της. Εκεί λίγο πιο μακριά  ένα καστανόξανθο αγόρι με μεγάλα κάστανα ματιά  κοιτούσε προς την ίδια κατεύθυνση με το κορίτσι, το όνομα του Νίκος, ένα έφηβο αγόρι, μεγαλωμένο στην Σταυρούπολη  σε ένα αποπνικτικό μικρό διαμέρισμα λόγω της δύσκολης  οικονομικής του κατάστασης .
Ο Νίκος  βγήκε να ξεσκάσει και σκεφτόμενος τα προβλήματά του, κατέληξε στο λιμάνι να κοιτά πλέον επίμονα την νεαρή Μάλακ  που τον είχε παρατηρήσει  να την κοιτάζει εδώ και ώρα. Ο Νίκος σχεδόν μαγεμένος την πλησίασε και αυτή λίγο τρομαγμένη έκανε ένα βήμα πίσω. Εκείνος την ξαναπλησίασε  και προσπάθησε να της μιλήσει στα αγγλικά, εκείνη  δεν φαινόταν να ξέρει πολλά, αλλά μπορούσε να τον καταλάβει και έτσι ξεκίνησε η συζήτηση. Όχι πολλές λέξεις αλλά αρκετές  για να κάνουν και τους δυο νέους να αποκτήσουν έναν φίλο. Έτσι έφυγε και ο ήλιος και αναγκαστήκαν να χωρίσουν τους δρόμους τους, εκείνη πίσω στον καταυλισμό με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και εκείνος πίσω στην οικογένειά του.
Μα σαν ο ήλιος πήγαινε  να ξαναδύσει συναντιόντουσαν  και πάλι  μιλούσαν  μέχρι να ξανανυχτώσει. Παρόλα αυτά όμως  δεν ήξερε κανείς για τις συναντήσεις τους  ούτε η μητέρα της   μα ούτε και οι γονείς  και οι φίλοι του, και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι , ίσως αυτό τον μικρό διάλογο που είχαν δημιουργήσει, οι υπόλοιποι να τον έβλεπαν αλλιώς και ίσως να  αναγκαζόντουσαν να απομακρυνθούν και δεν το θελαν κάτι τέτοιο. Οπότε συνέχισαν έτσι και ο διάλογος πλέον τους έγινε  συνήθεια, ανάγκη θα το έλεγε κανείς, που εξελίχτηκε σε Έρωτα, ενδιαφέρον που είχαν πλέον ο ένας για τον άλλον , και συνεχίστηκε για πολύ καιρό  ακόμη. Μέχρι  που η Μάλακ έβγαλε  διαβατήριο. Θα μπορούσε κανείς να την πει δειλή  μπορεί και να έγινε εκείνη την στιγμή γιατί έφυγε …Έφυγε  χωρίς να του πει τίποτα , χωρίς να του χαρίσει μια τελευταία λέξη,  μια εξήγηση που θα έφευγε μακριά του γιατί ίσως  φοβόταν μήπως της θύμωνε. Αλλά εκείνος  την έψαχνε και την σκεφτόταν, επισκεπτόταν κάθε μέρα  το λιμάνι ψάχνοντας για να την βρει και μαράζωνε  χάνοντας  τις ελπίδες  του και μαζί τους και τον πρώτο έρωτά του.

Δήμητρα Χνιτίδου


Ο μεγάλος τελικός

Ήταν 13 Απριλίου ημέρα Σάββατο ,την ήμερα αυτή όλοι ξέραμε πως δεν είναι ένα απλό Σάββατο άλλα η μέρα που μετά από είκοσι χρόνια ο ΠΑΟΚ θα έχει την ευκαιρία να πανηγυρίσει το τρίτο του κύπελλο. Εγώ δεν είχα κάτι συγκεκριμένο κανονίσει για το βραδύ που θα γινόταν ο αγώνας. Μέχρι που με πήρε στο τηλέφωνο ο φίλος μου, ο Άγγελος και μου είπε «Άκουσα πως θα έχει γιγαντοοθόνη στον Λευκό Πύργο σήμερα , θα πάμε σίγουρα» μου είπε. Εγώ συμφώνησα καθώς δεν είχα και άλλη επιλογή. Στις έξι ώρα είχαμε  συνάντηση με τους υπόλοιπους ώστε να πάρουμε λεωφορείο και να αναχωρήσουμε για το κέντρο της πόλης. Τελικά, ήμασταν λιγότερα άτομα από ό,τι υπολόγιζα άλλα δεν με πείραξε ιδιαίτερα. Συνολικά ήμασταν τρία άτομα, εγώ, ο Άγγελος και ο Θοδωρής. Υστέρα πήραμε δυο λεωφορεία και μετά από μια ώρα περίπου φτάσαμε στον προορισμό μας όπου ήταν αρχικά η πλατεία Αριστοτέλους. Όταν φτάσαμε είδαμε κόσμο, περισσότερο από κάθε άλλο σαββατόβραδο. Όλοι κατευθύνονταν προς τον ιστορικό Λευκό Πύργο οπότε και εμείς ακολουθήσαμε το πλήθος . Στην συνέχεια περιμέναμε να δούμε μια γιγαντοοθόνη πάνω  στον πύργο, άλλα αντιθέτως δεν υπήρχε τίποτα. Το μόνο που είχε ήταν κόσμο, πολύ κόσμο, που είχε μαζευτεί άσκοπα καθώς δεν έδειχνε τον αγώνα πουθενά. Εγώ με τα παιδιά δεν ξέραμε τι να κάνουμε σε αυτό το σημείο. Πήγε τότε ο Άγγελος μέχρι την ΔΕΘ μήπως έχει εκεί κάτι για να δούμε τον αγώνα. Για κακή μας τύχη ούτε εκεί είχε στηθεί γιγαντοοθόνη. Είναι είκοσι λεπτά πριν ξεκινήσει ο αγώνας , όλοι έχουμε άγχος άλλα ταυτόχρονα αγωνία μήπως δεν μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τον αγώνα. Τέλος, ευτυχώς, βρήκαμε μια καφετερία απέναντι από τον Λευκό Πύργο όπου είχαν μαζευτεί και όλοι όσοι ήθελαν να δουν τον αγώνα. Τα συναισθήματα ήταν πολλά και ανάμεικτα. Ο αγώνας επιτέλους άρχισε. Μετά από είκοσι χρόνια ο ΠΑΟΚ είχε την ευκαιρία να φέρει τον τίτλο πίσω στην Θεσσαλονίκη και έτσι έγινε. Το τελικό σκορ ήταν 2-1 υπέρ του ΠΑΟΚ. Όλη η πόλη βρισκόταν στον Λευκό Πύργο. Δεν έχω δει ξανά τόσο κόσμο συγκεντρωμένο. Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία και για εμένα και για όλη την Θεσσαλονίκη.

Γεώργιος Σωτηριάδης

Έπεται και συνέχεια...

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Εργαστήριο-Σεμινάριο στο Α.Π.Θ.

  Σήμερα επισκεφτήκαμε τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για να παρακολουθήσουμε τη διάλεξη της επίκουρης καθηγήτριας της Νεοελληνικής Φιλολογίας, κ. Τασούλας Μαρκομιχελάκη. Ακούσαμε και κατανοήσαμε καινούργιους όρους για το θέμα μας, οι πόλεις στη λογοτεχνία, που είναι και θέμα μαθημάτων που διδάσκει η καθηγήτρια στους φοιτητές της. Οι όροι αυτοί είναι τα κλειδιά που μάς βοηθησαν να ξεκλειδώσουμε το διήγημα του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά, Το κάταγμα 

  • Πόλεις πραγματικές ή φανταστικές
  • αλλαγή εποχών
  • παλίμψηστο της πόλης
  • ετεροτοπία (ένας τόπος μέσα σε ένα άλλο τόπο)
  • δυστοπία (άσχημος τόπος)
  • εντοπία (τόπος που έχει μια τελειότητα)
  Απολαύσαμε και συγκινηθήκαμε από τις αφηγήσεις του συγγραφέα. Ένας πλούτος εμπειριών και δυσκολιών γέννησαν ένα τόσο ωραίο και άμεσο κείμενο, όπως είναι Το κάταγμα από τη Συλλογή διηγημάτων Λίγη φλόγα, Πολλή στάχτη.

...Στα μέσα εκείνης της άδοξης δεκαετίας του '50, το να είσαι μαθητής του φημισμένου Ε΄Γυμνασίου Αρρένων Θεσσαλονίκης ήταν αληθινό καύχημα. Η στέγασή του, αμέσως μετά την απελευθέρωση, στην άλλοτε εξοχική έπαυλη Καπαντζή, θρυλική έδρα για εννιά μήνες της Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου, η επιβλητική και περίτεχνη όψη του, η ανοιχτή θέα του στον Θερμαϊκό αποτελούσαν ξεχωριστό προνόμιο που, από τον Οκτώβρη του 1955, είχε αναπάντεχα χαριστεί και στον Στέργιο Βλαστάρη. Για το φτωχό ορφανό της Φυτιάς ήταν μια απρόσμενη πολυτέλεια, αλλά συνάμα και μια ευθεία αντίθεση, που για το ψυχοπαίδι της ταπεινής παράγκας σήμαινε σκληρή καθημερινή δοκιμασία...



 Η περιήγησή μας στη ζωή του συγγραφέα αλλά και στους χώρους της Φιλοσοφικής Σχολής μάς γέμισε γνώσεις και συγκινήσεις!






Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

στης Σαλονίκης τα στενά...

Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ''Θεσσαλονίκη ου μ' εθέσπισεν'', σελ. 66-70

θέματα για συζήτηση

Α. Οι δυσκολίες της επιβίωσης στο νέο περιβάλλον της πόλης.

Β. Πώς βλέπει ένα παιδί τον ερχομό των Γερμανών κατατακτητών στη Θεσσαλονίκη;





Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ - Ν. Καββαδίας - Ξέμπαρκοι




Tης Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Nα μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Kι' αν κάποια στην Kαλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να ρθώ απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.
(από το Tραβέρσο, Ίκαρος 1979)

 

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Η Θεσσαλονίκη της φωτιάς!

 Το πρώτο μας λογοτεχνικό ταξίδι έγινε μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Ο χρόνος, μια μέρα του Αυγούστου του 1917, και ο χώρος η Θεσσαλονίκη. Διαβάσαμε αποσπάσματα από το βιβλίο του συγγραφέα Ισίδωρου Ζουργού, Λίγες και μία νύχτες, και προσπαθήσαμε με κλειστά μάτια να ακούσουμε τις κραυγές των ανθρώπων, τα ποδοβολητά και τις σειρήνες των συμμάχων, να μυρίσουμε τη μυρωδιά από τα καμένα σπίτια και να φανταστούμε τους κατοίκους να αναζητούν απεγνωσμένα σωτηρία από τη μανιασμένη φωτιά.


 ...αν πάρετε τώρα μια βάρκα και πάτε προς το Λιμάνι, μπορείτε να δείτε ολόκληρο το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο Splendid Palace να καίγεται σαν λαμπάδα...
   
Ακούμε, του είπε, από χθες χιλιάδες ανθρώπους πάνω στη λεωφόρο, σειρήνες των συμμάχων, φορτηγά, αραμπάδες...







και ο τύπος της εποχής επιβεβαιώνει...







Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καβάλα, Φλώρινα με έμπνευση και δημιουργία!

Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καβάλα, Φλώρινα οι...λογοτεχνικές μας πόλεις.

Σας καλωσορίζουμε στο ιστολόγιό μας.

Θα σάς προβάλλουμε κείμενα, δράσεις και δημιουργικές μας απόπειρες κι όλα αυτά μέσα από λογοτεχνικές αναγνώσεις και περιπάτους σε δρόμους που ενέπνευσαν δημιουργούς και ελπίζουμε να εμπνεύσουν και εμάς τους ίδιους!

Η συντακτική επιτροπή: μαθητές και μαθήτριες του 3ου ΓΕ.Λ. Χορτιάτη  που συμμετέχουν στο Πολιτιστικό πρόγραμμα: Οι πόλεις στη λογοτεχνία: έμπνευση και δημιουργία, σχολικό έτος 2017-2018


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Κι ύστερα περιδιαβάζοντας μπροστά από παλιά αρχοντικά, αλλά κυρίως από μοντέρνα θεόρατα κτίρια, φτάνεις στον Λευκό Πύργο και χωρίς βέβαια ν’ ανεβείς, γιατί αν ανεβείς θα κολλήσεις, παίρνεις πια τη Νέα Παραλία, που αν είναι χειμώνας χάνεται μέσα στην αχλύ κι αν είναι καλοκαίρι σου μεταδίνει ελαφρώς το αίσθημα και την ανταύγεια πλατιάς αφρικανικής περιοχής, όπου ψήνουν το ψωμί στον ήλιο. Μα, πιο καλά είναι εδώ την άνοιξη ή το φθινόπωρο, οπότε περπατώντας μέσα στην ευκρασία, μπορείς να κάνεις χιλιόμετρα και χιλιόμετρα και να βγεις πέρα στο Αλλατίνι και στο Ντεπώ, απ’ όπου να πάρεις το λεωφορείο και να επιστρέψεις.

Γιώργος Ιωάννου, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Αθήνα, Κέδρος, 1984, σ.29




ΙΩΑΝΝΙΝΑ




Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος. Πάντα είναι δύσκολος ο χειμώνας στα Γιάννενα, με τις παγωνιές που κατεβαίνουν απ’ την Πίνδο, τους βοριάδες να σαρώνουν στις στέγες τις άδειες φωλιές των πελαργών, τη βροχή να χτυπάει μέρα νύχτα στο διπλανό λούκι, όλο το ίδιο τέμπο μήνες ολάκερους, κι έναν ουρανό τόσο χαμηλό και σκουντούφλη που λες και δεν πρόκειται να δεις ξανά το πρόσωπο του ήλιου.
Χριστόφορος Μηλιώνης, η Αποκριά
ΚΑΒΑΛΑ





Χαλασμένες γειτονιές. Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φθηνά και προπάντων για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», «θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα» αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου που τη στήριζε. Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις.

Κοσμάς Χαρπαντίδης, Χαλασμένες γειτονιές





ΦΛΩΡΙΝΑ
Ο ποταμός, το νερό, οι γέφυρες και η απέναντί του όχθη ήταν η χαρά των παιδικών μας χρόνων. Στο τέλος του χειμώνα τα νερά του ψήλωναν τόσο πολύ που μπορούσες να τα δεις όρθιος απ’ το κατώφλι της αυλόπορτας. Έφθαναν σχεδόν το μπόι δυο ανθρώπων. Σαν ψήλωναν τα νερά κυλούσαν θολά, και καθώς οι βυσσινιές του πίσω κήπου μας έριχναν τα άνθη τους, έβλεπες να πλέουν πάνω στα νερά του άλλοτε κάτι ροζ κι άλλοτε κάτι κιτρινωπά άνθη από τα δέντρα. Τις μέρες εκείνες στεκόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο στη σειρά μπροστά απ’ το κάγκελο της ξύλινης γέφυρας, και συναγωνιζόμασταν ρίχνοντας κομμάτια από ξύλα, σπασμένα κλαδιά και κούτσουρα στα νερά που κυλούσαν παφλάζοντας από κάτω.
Νετζατή Τζουμαλή, «Το σπίτι μας», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 23-24.