Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Πολιτιστικός περίπατος

 Ακολουθώντας τις διαδρομές που αφηγούνται οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης, άλλες με περπάτημα κι άλλες με την Πολιτιστική γραμμή 50 του Ο.Α.Σ.Θ., περιηγηθήκαμε την πόλη μας αυτό το ανοιξιάτικο πρωινό!


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Συζήτηση με μια συγγραφέα

 Στη σημερινή συνάντησή μας είχαμε τη χαρά να έχουμε στη συντροφιά μας τη φιλόλογο κ. Αποστολίδου Χαρούλα με μια άλλη ιδιότητά της, αυτή της θεατρικής συγγραφέως. Η κ. Αποστολίδου ασχολείται, κυρίως, με τη θεατρική συγγραφή και έχει αποσπάσει βραβεία από το Υπουργείο Πολιτισμού και την UNESCO και πολλά έργα της έχουν παρουσιαστεί από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και από θεατρικές ομάδες σε όλη την Ελλάδα. Τον Μάιο του 2018, όπως μας εκμυστηρεύτηκε, πρόκειται να κυκλοφορήσει και το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο "Ο Χρόνος Είναι Αναπνοές" από τις εκδόσεις Βάρφη.




Η υπεύθυνη φιλόλογος του προγράμματος, κ. Παπαδοπούλου Ελένη, μάς διάβασε ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη Θεσσαλονίκη, και ειδικότερα από την κοινότητα των φυματικών του Σανατορίου στο Ασβεστοχώρι αλλά και από τη Φλώρινα, την πόλη προέλευσης της κεντρικής ηρωίδας που νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο και βίωσε τις τραγικές συνέπειες της ασθένειας αλλά και του κοινωνικού ρατσισμού.

 

Στη συνέχεια, υποβάλαμε στη συγγραφέα πολλές ερωτήσεις που αφορούσαν θέματα τόσο του περιεχομένου όσο και της μορφής των κειμένων της. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε είναι ότι για να γράψεις ένα κείμενο πρέπει να έχεις έμπνευση, να κάνεις μια σχετική έρευνα σε αρχεία και άλλες πηγές και, όπως επεσήμανε η κ Αποστολίδου, πρέπει να διαμορφώσεις με κάθε λεπτομέρεια τους ήρωές σου τόσο στην εξωτερική τους μορφή όσο και στους χαρακτήρες.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Καβάλα, η πόλη των Προσφύγων

Μανία Πόλεως
Δε γεννήθηκα σε αρχοντικό της συνοικίας του Αϊ-Γιάννη, ούτε σε κάποιο που μετακομίσαμε μετέπειτα της Δεξαμενής. Οι γηγενείς δε μας καταδέχονταν, μας θεωρούσαν πρόσφυγες από τη Μυτιλήνη, κι εμείς, για να τους πάμε κόντρα, εκθειάζαμε το νησί μας, τους άρχοντες καραβοκύρηδες, τους νοικοκυραίους λαδέμπορους, που ήξεραν να γλεντάν και έφτιαχναν τσίπουρα και ούζα, μεζέδες ανατολίτικους. Βέβαια όλα αυτά ήταν υπερβολικά, αλλά θέλαμε να παραστήσουμε τους σπουδαίους, να υπερηφανευτούμε. Στη Μυτιλήνη δε μας έλειπε η τροφή, αλλά αυξηθήκαμε, γεννοβολούσαμε, ήμασταν καλά βολεμένοι. Αυτό ήταν και το αδύνατο σημείο μας. Εξαιτίας του υπερπληθυσμού μας γίναμε πρόσφυγες.
Και να πώς: το 1928 στην Καβάλα είχαν προστεθεί είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες στον πληθυσμό της πόλης και στοιβάχτηκαν οι περισσότεροι στη συνοικία της Παναγίας, σε ανταλλάξιμα σπίτια των Τούρκων. Σε κάθε στενάχωρο σπιτάκι εγκαταστάθηκαν τρεις και, πολλές φορές, τέσσερις οικογένειες προσφύγων. Αποτέλεσμα ήταν να πνιγεί η περιοχή στα λύματα, στις ακαθαρσίες, και σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση. Δύσκολα χρόνια. Τα ποντίκια θέριεψαν, αποθρασύνθηκαν, έμπαιναν στα σπίτια και ενώ κοιμόνταν οι άνθρωποι ροκάνιζαν τα πιο μαλακά μέλη τους, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, τη μύτη, την απόληξη των αυτιών, γλυκά και, μάλιστα, χωρίς να το παίρνουν είδηση. Έγιναν ο εφιάλτης του κόσμου, θέριζαν οι μολυσματικές ασθένειες.
Ο τότε δήμαρχος της Καβάλας κατάλαβε πως, επειδή δεν υπήρχαμε στην πόλη σε μεγάλους πληθυσμούς, το πρόβλημα της υγείας διογκωνόταν. Γι’ αυτό επέμεινε να έρθουμε, επειδή έμαθε πως στη Μυτιλήνη περισσεύαμε. Όταν τα συνεργεία του μας εγκλώβισαν, έπεσε κλάμα και οδυρμός στις ρούγες. Χωρίζονταν οικογένειες, οι ηλικιωμένοι παρακαλούσαν «αφήστε μας να τελειώσουμε ειρηνικά τις μέρες μας εδώ, μη μας τραβολογάτε», οι γονείς παρακαλούσαν «πάρτε και τα παιδιά μας, μη μας χωρίζετε», οι γυναίκες έκλαιγαν που άφηναν έτοιμα σπιτικά, στρωμένα και ξενιτεύονταν στο άγνωστο, οι γριές μοιρολογούσαν. Αυτοί ήταν ανένδοτοι. Μας πέταξαν στα αμπάρια του φορτηγού πλοίου χωρίς έλεος. Υποφέραμε στο ταξίδι, ζάλη κι εμετός στην ημερήσια διάταξη, έκλαιγαν τα μικρά, άσε την πείνα και το κρύο, δε μας άφησαν να πάρουμε το παραμικρό σαν τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, το ίδιο και χειρότερα.
Στην Καβάλα μάς άδειασαν σε μια μαούνα που μύριζε καπνό, γιατί μετέφερε τα δέματα στα μεγάλα φορτηγά που έδεναν αρόδο — η πόλη δεν είχε ακόμη λιμάνι. Μας μάντρωσαν σε κλούβες και με αραμπάδες μας ανέβασαν στη συνοικία της Παναγίας, όπου μας απελευθέρωσαν. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε κρυψώνες, παντού παστωμένοι, κάτισχνοι και απελπισμένοι πρόσφυγες, που ωστόσο μας καλοδέχτηκαν σαν σωτήρες.
Οι πρόγονοί μου χτύπησαν υπερωρίες για να καθαρίσουν τη συνοικία, θυσιάστηκαν γενιές ολόκληρες, πού να σκεφτούν τη λούφα και το καθισιό. Δούλεψαν με την ψυχή τους, δεν πρόλαβαν να ξεκουραστούν, κάποιοι θυσιάστηκαν στο κυνήγι του εχθρού.
Χάρη σ’ αυτούς μπορώ να τεντώνω σήμερα το λεοπαρδαλί κορμί μου, τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, και να μην κυνηγώ πια ποντίκια. Μ’ αρέσει το χουζούρι, το αραλίκι, αρκούμαι στα ψαροκέφαλα από τις ταβέρνες της συνοικίας, αλλά και σε ό,τι μου τρατάρουν οι γιαγιάδες της Παναγίας, που έμαθαν να μας αγαπούν, γιατί σώσαμε κάποτε την πόλη και τους κατοίκους από τα ποντίκια και τις αρρώστιες τους.
Χαρπαντίδης Κοσμάς, «Μανία Πόλεως», Κέδρος, 2009, σ. 23-27

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Τα Γιάννενα των ανθρώπων και των εποχών

 Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο

Κυριακή πρωί σηκώνονται γρηγορότερα οι γυναίκες. Φτιάνουν τον νταβά με το φαΐ να τον έχουν
έτοιμο που θα ξυπνήσουμε. Παίρνει τον νταβά ο πεθερός τον πάει στο φούρνο. Εγώ καφέ και τσιγάρο. Γυρίζει ο πεθερός. Τρώει το γάλα του με το ψωμί. Τελειώνουμε. Να ντυθώ κι εγώ γρήγορα κι αργήσαμε. Ξεκινάμε. Μπροστά ο πεθερός κι εγώ. Πίσω η πεθερά κι η γυναίκα με το παιδί αγκαλιά. Χαιρετάμε τους γνωστούς όλο το δρόμο ως τη Μητρόπολη. Στην εκκλησία σοβαροί. Οι γυναίκες στη μεριά τους. Εμείς όρθιοι. Βρίσκει ο πεθερός καμία φορά στασίδι. Τις περισσότερες όρθιος κι αυτός. Περιμένουμε να τελειώσει η λειτουργία. Να πάρουμε το αντίδωρο. Το σταυρό μας και στο προαύλιο. Σιγά σιγά επιστροφή σπίτι. Μπαίνουμε στο Κάστρο. Στο έμπα αριστερά ο φούρνος. Παίρνει ο πεθερός τον νταβά με το φαΐ. Μοσχοβολάει κυριακάτικο κρέας, μας σπάει τη μύτη.

Στις αρχές πηγαίναμε με τον πεθερό στην Όαση για ούζο. Τώρα πίνουμε το ούζο στον κήπο ώσπου να ετοιμάσουν οι γυναίκες το τραπέζι. Τελειώνουμε το ούζο. Ώρα για φαΐ. Γύρω γύρω στο τραπέζι. Ήσυχα ήσυχα. Πίνουμε κι ένα ποτήρι ρετσίνα. Μας πιάνει νύστα. Οι άλλοι θα κλέψουν τον μεσημεριανό τους. Εγώ βάζω τη γυναίκα και μου φτιάνει δυνατό καφέ. Πρέπει να ξενυστάξω. Ξενυστάζω στο στάδιο. Στο στάδιο φασαρία. Βρίσκω τους φίλους. Στηνόμαστε όρθιοι και παρακολουθούμε τις ομάδες. Φωνές και φασαρία. Κερδίζει η ομάδα μας πανηγυρίζουν οι φίλοι δίπλα μου. Χάνει φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι. Παν στο καφενείο να πιουν να ξεδώσουν. Να φωνάξουν. Να βρίσουν. Θα τους πάρει το βράδυ μέχρι να καλμάρουν. Εγώ τους αφήνω.

Ανεβαίνω αργά αργά ως τον Κουραμπά. Απ’ τον Κουραμπά στο νεκροταφείο. Πάω στα μνήματά τους. Τα καθαρίζω απ’ τ’ αγριόχορτα. Κάνω το σταυρό μου. Μένω λίγο σκεφτικός και τα κοιτάζω. Ξανά το σταυρό μου. Φεύγω. Παίρνω την κατηφόρα ως την Καλούτσιανη. Πίσω το δρόμο απ ‘τα μποστάνια. Γύρω γύρω τη λίμνη. Απ’ τη λίμνη στο Κάστρο. Φτάνω σπίτι σαν σουρουπώνει. Ώσπου να ξεντυθώ και να βάλω τις πιτζάμες παίρνει και βραδιάζει. Το βραδινό λίγο περίσσευμα απ’ το μεσημέρι. Κανένα αυγό με τυρί. Να περάσει κι αυτή η ώρα. Να πάμε για ύπνο. Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα. Αρχή της βδομάδας. Έχουμε δουλειά μπροστά μας.

Στα Γιάννενα βρέχει πολύ το φθινόπωρο. Κάνει μέρες να σταματήσει. Ύστερα έρχονται τα Χριστούγεννα με χιόνια. Απόκριες. Κι αυτές τις περισσότερες φορές με χιόνι. Κρύο οπωσδήποτε. Το Πάσχα άνοιξη. Μοσχοβολάει ο τόπος. Το καλοκαίρι ζέστα φοβερή. Κάψα. Περιμένουμε το φθινόπωρο να βρέξει. Ξεράθηκε ο τόπος. Έρχεται το φθινόπωρο και βρέχει. Βρέχει, δε λέει να σταματήσει. Λίγο χιόνι. Πεθυμήσαμε λίγο χιόνι. Το χιόνι θα πέσει τα Χριστούγεννα. Μπορεί και γρηγορότερα. Μπορεί να ’ναι βαρύς ο χειμώνας, να το κρατήσει και μέχρι Μάρτη. Το Πάσχα μια φορά θα ’χει οπωσδήποτε καλό καιρό. Άνοιξη το Πάσχα. Κι ύστερα το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι σκασίλα ζέστη μέχρι το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο θ’ αρχίσουν πάλι οι βροχές ασταμάτητες […]
Είναι εκείνη η χαρακιά στο Μιτσικέλι. Η γυναίκα ντύνει το μεγάλο γιο την ταξιδιωτική στολή. Ποδιά με γιακαδάκι άσπρο. Του κρεμάει το σακίδιο. Πλάκα με κοντύλι και σφουγγάρι. Φεύγω πρωί και δεν είμαι στην αναχώρηση. Στην ανηφόρα της Αβέρωφ για το δημοτικό. Ύστερα στην οδό Ανεξαρτησίας για το γυμνάσιο. Ύστερα στο λεωφορείο μπρου μπρου για Θεσσαλονίκη. Είναι κείνη η χαρακιά και τραβάει τα παιδιά ίδιος μαγνήτης. Είναι ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη. Για το Πανεπιστήμιο.

Ο πεθερός όλο και γερνάει. Φυτεύει στον κήπο τρεις μηλιές. Μικρές μικρές τις βλέπω. Μεγαλώνουν οι μηλιές. Γίνονται δέντρα. Κάνουν και μήλα. Εγώ μικρές τις βλέπω. Βλέπω το μεγάλο γιο να τον μαθαίνω κολύμπι στη λίμνη. Πρώτα με σαμπρέλα. Ύστερα χωρίς. Σιγά σιγά και τον ακουμπάω με την κοιλιά στις παλάμες. Να μάθει απλωτές. Να μάθει να χτυπάει τα πόδια. Και τον μεσαίο. Να μην το φοβάται έτσι το νερό. Και τον μικρό. Κοκαλιάρης ο μικρός κι όλο κρυώνει. Μικρές κι οι μηλιές στο μυαλό μου και τα πλατάνια στο μόλο τεράστια. Στέκομαι από κάτω και βρέχει. Στάζουν τα φύλλα και κοιτάζω τη χαρακιά στο Μιτσικέλι. Και δακρύζουν τα μάτια.

Ο γιος ο μεγάλος κι ο μεσαίος κι ο μικρός. Κάνουν ζαβολιές. Τους ρίχνω καμιά καρπαζιά. Βάζω και φωνή, να με σέβονται. Να με φοβούνται. Τα πεθερικά τα παραχαϊδεύουν. Η γυναίκα στις δουλειές. Εγώ στο μαγαζί απ’ τα βαθιά χαράματα. Αυτά στα παιγνίδια. Όλο και ξεπορτίζουν. Να ’χουν το φόβο. Να διαβάζουν. Είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να μπουν σε τάξη. Μικρά με κοντά παντελόνια. Μικρά με μακριά. Μικρά και ξυρίζονται. Μικρά και παν στο πανεπιστήμιο. Μικρά κι αρραβωνιάζονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Είναι μικρά ακόμα.
Ο πεθερός βγαίνει στη σύνταξη. Γυροφέρνει στον κήπο. Βοηθάει τις γυναίκες στις δουλειές. Η γυναίκα μου ολημέρα στο μαγείρεμα. Σκούπισμα, πλύσιμο. Τη βλέπω που γυρίζω τα μεσημέρια κι είν’ ακόμα με τ’ αλεύρια. […]

Το τσιγάρο το ’κοψα. Μεγάλο έξοδο. Κρασί Χριστού και Πάσχα. Μαζί με τα παιδιά. Έρχονται τα παιδιά με τις οικογένειές τους. Περνάμε καλά. Ύστερα ανοίγει η πόλη τις πύλες της. Στέκομαι στους τρεις ανέμους και τ’ αποχαιρετάω. Στο μυαλό μου η χαρακιά. Αυτή η χαρακιά και τα πρωτοπήρε. Τη βλέπω στον ύπνο εφιάλτη. Φίδι μαύρο και με πλησιάζει. Με τυλίγει. Πόδια και μπράτσα και λαιμό. Με πνίγει. Κατηφορίζω στο μόλο να πάρω ανάσα. Σκεπή μου τα πλατάνια. Γαλήνη μου η λίμνη. Βαδίζω αργά κι είμαι μόνος. Οι άλλοι στην πλατεία στριμωγμένοι στα καφενεία και παίζουν χαρτιά. Μπεκροπίνουν. Ξοδεύουν τα λεφτά τους. Δεν είναι οικογενειάρχες ν’ αναστήσουν παιδιά. Να τα βάλουν στον ίσιο δρόμο. Ο ίσιος δρόμος αυτή η πληγή που σκίζει το Μιτσικέλι λοξά. Και στριφογυρίζει. Όλο στριφογυρίζει και χάνεται πέρα μακριά. Πολύ μακριά. Τόσο που δε φτάνει το βλέμμα. Το βλέμμα το δικό μου. Το πατρικό. Άδικα τον χαστούκισα το μεγάλο που ’σπασε το τζάμι με τη σφεντόνα. Και τον μεσαίο. Χάλασε την πατίνα και τον έβαλα τιμωρία νηστικό. Κι εκείνον το μικρό. Τι να δείρεις από δαύτον που του μετριούνται τα παΐδια. Ο πεθερός σκέφτεται να κόψει τις μηλιές. Μεγάλωσαν λέει. Παραμεγάλωσαν. Το ’χασε ο άνθρωπος. Τόσο δα μηλίτσες και μεγάλωσαν. Τι να πεις.

Τα καλοκαίρια το βραδάκι πάμε όλοι μαζί βόλτα στο μόλο. Έχει καλαμπόκι. Στα καφενεία κόσμος. Δεν καθόμαστε. Τζάμπα έξοδο. Κείνο το καφενείο στη στροφή Η Κυρα-Φροσύνη βγάζει το μεγάφωνο και βάζει όλο παλιά τραγούδια. Καντάδες και τέτοια. Κι η λίμνη φαίνεται με τα φώτα μαύρος καθρέφτης. Τραβηχτικός. Κι απάνω γλιστράν οι βάρκες σκιές. Κι είναι κι η βενζίνα, πηγαινοέρχεται τουκ τουκ. Κι είναι και τα βατράχια όλα μαζί συναυλία. Τρώμε το καλαμπόκι και γυρνάμε αργά σπίτι. Σπίτι έχει γάλα με γιαούρτι και παπάρα ψωμί. Αυτό είναι το βραδινό μας. Πολύ νόστιμο.

Φθινόπωρο βροχές κι η εμποροπανήγυρη. Και περνάει η εμποροπανήγυρη κι ακόμα βροχές. Όσο πιο πολλές τόσο καλύτερα. Σπρώχνουν το χρόνο στα Χριστούγεννα. Τούτα τα Χριστούγεννα μπορεί να ’ρθει μόνο ο μικρός ο γιος με την οικογένεια. Υπάρχει και μια ελπίδα το Πάσχα να ’μαστε όλοι μαζί. Αρχίζω και μετράω τα χρόνια π’ απομένουν για τη σύνταξη. Και βλέπω στην κορφή του βουνού που ξεκόβεται μια πετρούλα. Την παίρνει ο χείμαρρος και την κατεβάζει ως κάτω στο νταμάρι. Από κει τη φορτώνουν μαζί με τ’ αμμοχάλικο. Στρώνουν να φτιάξουν περιφερειακό δρόμο στη λίμνη. Κι η πετρούλα πέφτει άκρη άκρη στο δρόμο. Κι εγώ περνάω και της δίνω μια κλοτσιά. Και την ακούω που πέφτει στο νερό ανάμεσα στα καλάμια και κάνει μπλουμ. Και κάθε φορά περνάω και κοιτάζω το μέρος που την έπνιξα. Την πετρούλα που ξεκόλλησα απ’ το βουνό. Κι έφτασε στη λίμνη. Και βούλιαξε στα νερά και χάθηκε. Αρχίζω και γερνάω.

Ναπολέων Λαζάνης, Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο, Πατάκης 1995, σ. 123-125, 145-153 και 161-164.