Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Εφηβικές απουσίες

ΑΤΙΤΛΟ

Η Νεφέλη έβαλε ξανά τα ακουστικά της  και προσπάθησε να αγνοήσει τον καυγά που ξέσπασε
μπροστά της πριν από λίγα λεπτά. Η ατμόσφαιρα του λεωφορείου ήταν αποπνικτική, σιχαινόταν τη μυρωδιά το ιδρώτα που πλανιόταν στον αέρα και δίσταζε να ακουμπήσει οτιδήποτε μέσα στο όχημα. Πολλές φορές έχανε την ισορροπία της από το απότομο σταμάτημα ή ξεκίνημα του λεωφορείου, αλλά από το μυαλό της περνούσαν αστραπιαία όλες οι γνωστές αρρώστιες που μπορούσε να πάθει κανείς μόνο από ένα μικρόβιο στο χερούλι της θέσης,  για αυτό και επέμενε. Από την πλατεία Αριστοτέλους έως το σπίτι της στα Κωνσταντινουπολίτικα  ήταν περίπου σαράντα λεπτά με το 14, το λεωφορείο που χρησιμοποιούσε ολόκληρη η Τούμπα. Σήμερα όμως, λίγο μετά την Αγία Βαρβάρα, ότι ο κόσμος ήταν ελάχιστος – πράγμα που έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή της . ήταν ακόμη εξοργισμένη με το γεγονός ότι η μητέρα της δε δέχτηκε να την πάει στο σπίτι της Ξένιας, λες και είχε να κάνει κάτι καλύτερο, και την ανάγκασε να χρησιμοποιήσει για μια ακόμα φορά το αστικό. Πάτησε το κόκκινο κουμπί και περίμενε μέχρι το λεωφορείο να φτάσει στη στάση Δημοκρατίας, στην οποία θα κατέβαινε.
Ο κρύος απογευματινός αέρας την ενόχλησε ελάχιστα, καθώς το πρόσωπό της έκαιγε ακόμα από τον θυμό, και με γοργό βήμα ξεκίνησε τη γνωστή διαδρομή. Κατευθυνόταν προς τις πολυκατοικίες στην δεξιά πλευρά του δρόμου, αγνοώντας παντελώς οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της. Είχε να κάνει ένα σωρό πράγματα. Να τελειώσει τα μαθήματα του σχολείου και του φροντιστηρίου, να παίξει για μια τελευταία φορά το κομμάτι της στο τσέλο, να τηλεφωνήσει στον Νίκο και να του ζητήσει εκείνη τη χάρη… Όμως τίποτα από όλα αυτά δε θα πραγματοποιούνταν αν δεν έλυνε πρώτα το θέμα με τη μητέρα της.
Η κυρία Αναστασία ήταν ακόμα θυμωμένη με την κόρη της για την ωριαία αποβολή που πήρε στην ώρα της Γεωμετρίας την Τρίτη επειδή δε σταματούσε να μιλάει. Ποιος; Η Νεφέλη, το καλύτερο κορίτσι του σχολείου ολόκληρου, η πρώτη και εξυπνότερη μαθήτρια, το καμάρι της μητέρας της… Βλακείες! Η Νεφέλη δεν ήταν έτσι, όχι πλέον. Τουλάχιστον όχι μετά από εκείνο το πάρτι. Της άρεσε πολύ αυτή η αλλαγή, όμως η Ξένια δε συμφωνούσε μαζί της.  Η καλύτερή της φίλη, πάντα πρόθυμη για σκανδαλιές και μπελάδες, ξαφνικά της έλεγε πως το παρακάνει και ότι πρέπει να σταματήσει. Αυτό δεν ήταν σίγουρα μέσα στα σχέδια της Νεφέλης.
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της, ξεκλείδωσε τη βαριά πόρτα και, σχεδόν τρέχοντας, ανέβηκε τις σκάλες ως το δεύτερο όροφο που ήταν το διαμέρισμά τους. Όταν μπήκε μέσα την υποδέχτηκε η γνωστή ησυχία. Γνωρίζοντας πως ο πατέρας βρισκόταν στη δουλειά και η μητέρα της προφανώς για καφέ σε κάποια φίλη της, πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο έβρισκε την ησυχία που τόσο απεγνωσμένα αναζητούσε. Έβγαλε τα ακουστικά που φορούσε και άνοιξε την πόρτα, όταν κατάλαβε πως κάποιος άλλος βρισκόταν ήδη μέσα στο δωμάτιο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βάλει τις φωνές, ελπίζοντας ότι κάποιος θα την άκουγε, αλλά συνειδητοποίησε έγκαιρα πως ήταν απλά η μητέρα τα, η οποία καθόταν στο κρεβάτι της και την κοιτούσε σαν να είχε δει φάντασμα.
«Με τρόμαξες», μουρμούρισε η Νεφέλη, αφήνοντας μια βαθιά ανάσα. Η μητέρα της παρέμεινε σιωπηλή, παρατηρώντας την προσεκτικά. «Ώστε τώρα δε μου μιλάς μανούλα», πρόσθεσε με τον πιο χλευαστικό τόνο που διέθετε. Το είχε παρατραβήξει, ήταν απλώς μια απουσία.
«Τι είναι αυτά;», ψιθύρισε η μητέρα της , που σχεδόν δεν την άκουσε. Έπειτα, έτεινε αργά το χέρι της προς τη Νεφέλη και άνοιξε σχολαστικά τη χούφτα της, αποκαλύπτοντας τα μικρά χάπια που τόσες βδομάδες προσπαθούσε να κρύψει.
Η Νεφέλη ένιωσε σαν να τη χτύπησε κάποιος στο στομάχι με όλη του τη δύναμη. Είχε σκαρφιστεί κάθε είδους κρυψώνα, τα άλλαζε θέση κάθε φορά που υποψιαζόταν ότι η μητέρα της θα τα έβρισκε αλλά πάλι δεν ήταν αρκετό.
«Είναι κάτι παυσίπονα που μου έδωσε η Ξένια να δοκιμάσω», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Ναρκωτικά δοκίμασε για πρώτη φορά στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του Αυγούστου, σε ένα παιχνίδι θάρρους ή αλήθειας, και έκτοτε δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της. Κάθε μήνα προχωρούσε σε κάτι καλύτερο, πιο δυνατό, καθώς οι παλιές απολαύσεις δεν φαίνονταν τόσο διασκεδαστικές πλέον.
«Μη μου λες ψέματα!», τσίριξε η μητέρα της, επαναφέροντάς την στην πραγματικότητα. «Εάν το μάθει ο πατέρας σου θα σε σαπίσει στο ξύλο, θα ντρέπεσαι να βγεις έξω. Τι σκεφτόσουν;»
Η Νεφέλη χρειάστηκε ελάχιστα δευτερόλεπτα για να ξαναβρεί το θάρρος της. «Ας με κάνει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει ειλικρινά. Δηλαδή περίμενες ότι ενώ εσύ και ο μπαμπάς λείπετε κάθε λεπτό από τη ζωή μου εγώ θα μεγάλωνα και θα γινόμουν το καλό κοριτσάκι που θέλεις να είμαι; Ε λοιπόν μάντεψε, η ζωή δεν είναι όπως τη θέλουμε». Χωρίς να το καταλάβει, είχε αρχίσει να φωνάζει και η ίδια, εξαπολύοντας τον θυμό που τόσο καιρό φώλιαζε μέσα της.
«Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι;»
«Σου πήρε εφτά μήνες για να το καταλάβεις, μην προσποιείσαι ότι σε νοιάζει!», απάντησε η Νεφέλη, έτοιμη να εκραγεί. Έπειτα, χωρίς καμία προειδοποίηση, έκανε μεταβολή αναζητώντας την έξοδο.
«Μη διανοηθείς να φύγεις, δεν τελειώσαμε ακόμα!», ούρλιαξε η μητέρα της, αλλά ήταν  πολύ αργά. Η Νεφέλη βρισκόταν ήδη στην πόρτα και έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αρνούμενη να επιτρέψει στη μητέρα της να δει τα δάκρυα που κυλούσαν κιόλας σαν χείμαρρος στα μάγουλά της, βγήκε έξω με ορμή και έτρεξε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης μέχρι να μην μπορεί να ανασάνει.

Χ.Ε.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Θεσσαλονίκη του 1950

«Το σπίτι έπεσε από τον παράδεισο»



 Θεσσαλονίκη του 1950. Η νεαρή Χρυσούλα μόλις έκλεισε τα δεκαέξι της χρόνια. Ιανουάριος μήνας μπήκε, και μαζί με τη νέα χρονιά, ήρθε και η ξενιτιά. Η πολυμελής οικογένεια της Χρυσούλας μόλις έφτασε στη διάσημη για την εποχή, Θεσσαλονίκη. Κουράστηκαν για να τα καταφέρουν, τόσο ποδαρόδρομο. Τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν στη Κωνσταντινούπολη, οπότε αναγκάστηκαν να φύγουν. Κουβάλησαν τα υπάρχοντα τους, δεν ήταν πολλά, δυο σακιά γεμάτα ρούχα και κατσαρολικά ήταν όλα κι όλα. Το περπάτημα συνεχιζόταν, και ήταν πολύ κόπος. Τα τέσσερα αδέρφια της Χρυσούλας, ο Μπέκος, η Αθηνά, ο Σόλων και η μικρότερη αδερφή, η Βέτα, δεν κρατούσαν τίποτε. Τα είχαν αφήσει όλα στους γονείς τους. Η Χρυσούλα αισθάνθηκε άσχημα, μα συνέχισε να περπατάει.
«Παιδιά μου, με το περπάτημα δε γίνεται τίποτα. Άντε, διαλυθείτε και ψάξτε καμιά άδεια παράγκα να ξαποστάσουμε.» , είπε η μάνα, η Συρματού.
 «Α, εσύ Χρυσούλα πάρε και τη Βέτα μαζί σου, εννιά χρονώ παιδί να περιπλανιέται στους δρόμους, άντε, πηγαίνετε, και γυρίστε πάλι εδώ αν βρείτε κάτι, θα σας περιμένουμε.» , πρόσθεσε η Συρματού και άφησε το σάκο γεμάτο ρούχα, και έκατσε πάνω του.
 Δεν άρεζε στη Χρυσούλα όταν η μητέρα της, της έλεγε τι να κάνει, πάντοτε σκεφτόταν, «Δεκαέξι χρονώ παιδί, σχεδόν ενήλικας! Τι θέλει και συνέχεια με διατάζει;» . Το σκέφτηκε και τώρα, αλλά δεν είπε τίποτα, όπως πάντα. Πήρε τη Βέτα απ’ το χέρι και ξαμολήθηκαν στην Τσιμισκή για να βρουν κατάλυμα.
«Κουράστηκα Χρυσούλα.» , γκρίνιαξε η Βέτα.
«Αυτό να μην το ξαναπείς, αλλιώς θα μείνεις νηστικό για μια βδομάδα!» , τη μάλωσε η Χρυσούλα.
 Η μικρή δεν ξαναμίλησε. Κατάπιε τον πόνο της, και συνέχισε. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, και οι δρόμοι δεν είχαν φώτα.
«Τι σόι πόλη είναι αυτή; Ούτε φώτα να δούμε τη μύτη μας δεν έχει.» , μίλησε η Βέτα μετά από ώρα η Βέτα.
«Τι περίμενες; Αν ήταν, θα πηγαίναμε στην Αθήνα, μας είπε ο μπαμπάς, αλλά εκεί να δεις περπάτημα. Οπότε και δω, καλά είμαστε.»
 Στο δρόμο τους, πέρασαν μπροστά από ένα σπίτι με μεγάλα παράθυρα. Μέσα, ήταν ένα ζευγάρι που καβγάδιζε. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι έξω. Αν η Χρυσούλα κατάλαβε καλά, μάλωναν επειδή ο άντρας ξέχασε δύο βράδια έξω τη μπουγάδα και τα ρούχα πάγωσαν. Της φάνηκε αστείο, αλλά έσπρωξε ελαφρά τη Βέτα να συνεχίσει, μιας και απορροφήθηκε πολύ από το θέαμα.
 Πέρασε αρκετή ώρα, είχε ήδη βραδιάσει, αλλά χάρη στο φεγγάρι, μπορούσαν να δουν που πάνε. Ξαφνικά, στο πεζοδρόμιο που περπατούσαν, στο σπίτι ακριβώς δίπλα, άνοιξε μία πόρτα, και βγήκε ένας άντρας. Μόλις είδε τα δύο κορίτσια, βιάστηκε να πάει προς το μέρος τους. Έδειχνε εξαιρετικά χαρούμενος και καλός άνθρωπος. Μόλις τις έφτασε, είπε,
«Καλησπέρα, μήπως τυχαίνει να ψάχνετε για σπίτι;» , ρώτησε μες τη φούρια.
«Συγγνώμη; Σπίτι;» , απόρησε η Χρυσούλα.
«Ναι, ψάχνουμε. Αλλά δεν έχουμε βρει τίποτα και περπατάμε εδώ και ώρες.» , είπε όλο παράπονο η Βέτα
«Λοιπόν, αγαπητό μου κοριτσάκι, τυχαίνει να έχω στην ιδιοκτησία μου ένα σπίτι. Δυστυχώς δεν θα είμαι εδώ και δεν έχω κοντινούς συγγενείς να το δώσω. Οπότε τι λέτε; Θα το πάρετε;» , είπε χαρούμενα και με λίγο αστεία προφορά ο άντρας.
 Οι αδερφές κοιτάχτηκαν, σοκαρισμένες, μετά κοίταξαν τον άντρα και κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά.
«Έξοχα!» , είπε ο άγνωστος άντρας, και τους έδωσε το κλειδί. Έδειξε το σπίτι, και είπε,
«Στη διάθεση σας!» , αναφώνησε και έφυγε, σχεδόν χοροπηδώντας.
 Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν, μη μπορώντας να πιστέψουν τι συνέβη. Μετά, έτρεξαν πίσω, να πουν τα νέα στους υπόλοιπους. Έκαναν τη διαδρομή στο μισό χρόνο απ’ ότι τους πήρε για να φτάσουν εκεί. Τους βρήκαν όλους μαζί να κάθονται στο πεζοδρόμιο. Τα αδέλφια της ξάπλωναν.
«Μαμά! Βρήκα σπίτι. Έχουμε σπίτι! Δείτε!» , είπε η Χρυσούλα και κούνησε στον αέρα.
«Πώς παιδί μου; Πώς το κάνατε;» , είπε ξαφνιασμένη η Συρματού.
 Η Χρυσούλα κοίταξε την Βέτα και είπε,
«Μας το έδωσε ένας άγγελος».

Δανάη Τζιαφέρη

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Οι δικές μας ιστορίες, Β΄μέρος

Ο έρωτας βρίσκεται παντού στη Θεσσαλονίκη, όπως και στις καρδιές των εφήβων!

O άγγελός σου 

 Ένα απόγευμα  καλοκαιριού η Νικολέτα, ένα ψηλό μελαχρινό κορίτσι περιπλανιότανε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Είχε μαλώσει με την μητέρα της και έψαχνε μια διαφυγή. Έφτασε μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους, κάθισε σε ένα από τα παγκάκια της, έβγαλε τα ακουστικά της, τα φόρεσε και χάθηκε στην αγαπημένη της μουσική. Ο ήλιος έκαιγε, έτσι της ήταν πιο εύκολο να κρατήσει τα μάτια της κλειστά, άφηνε τις καυτές ηλιαχτίδες  να χτυπήσουν το σώμα της. Σε μια στιγμή τα μάτια της βούρκωσαν καθώς το μυαλό της ταξίδευε σε καταστάσεις και στο πόσο έχει κουραστεί και έχει βαρεθεί τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
 Από τις σκέψεις της την έβγαλε ένα άγγιγμα στον ώμο. Άνοιξε όσο πιο αργά μπορούσε τα μάτια της και σκούπισε όσο πιο διακριτικά μπορούσε το δάκρυ που ήταν έτοιμο να ξεφύγει από τα γαλανά της μάτια «Τι ακούς» ένας ψηλός νέος με υπέροχα χαρακτηριστικά, σαν να θύμιζε άγγελο, στεκόταν μπροστά της. Η Νικολέτα έκλεισε τη μουσική της και έμεινε να τον κοιτάει «Να καθίσω δίπλα σου; Συγγνώμη δεν ήθελα να σε ενοχλήσω» συνέχισε να μιλάει ελαφρώς κοκκινισμένος, αυτή έγνεψε και τότε εκείνος κάθισε. Για αρκετή ώρα καθόντουσαν και κοιτούσαν ευθεία, δύο τρείς φορές να κοιταχτήκανε «Γιατί κάθεσαι μόνη σου;» ρώτησε επιτέλους το ξανθό αγόρι με τα καταπράσινα μάτια «Περιμένω κάποιον» είπε γρήγορα η Νικολέτα κοκκινίζοντας, στοιχείο ότι έλεγε ψέματα «Θα περιμένω μαζί σου» είπε το αγόρι, η Νικολέτα άρχισε να τρέμει στην ιδέα ότι δεν θα έρθει κανένας. Το κινητό της άρχισε να λάμπει, η μητέρα της της έστελνε μηνύματα. Τα έβλεπε και δεν απαντούσε, μόνο ξεφυσούσε.
 Μετά από αρκετή ώρα, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει ,το αγόρι ξανά μίλησε «Υποθέτω δεν θα έρθει κανένας» είπε «Ίσως θα ήταν καλύτερα να γυρίσω σπίτι» είπε γρήγορα η Νικολέτα καθώς είχε ήδη σηκωθεί και έκανε να φύγει. Ένιωσε ένα άγγιγμα στο χέρι της και ανατρίχιασε ολόκληρη, γύρισε να κοιτάξει το χέρι του όμορφου αγοριού βρισκόταν γύρω από το δικό της «Έλα να σε πάω κάπου» είπε, τρομαγμένη η Νικολέτα, περνώντας από μπροστά της όλες οι στιγμές που η μητέρα της της έλεγε να μην ακολουθήσει ποτέ κάποιον ξένο τράβηξε απαλά και ευγενικά το χέρι της. «Συγγνώμη, δεν σε γνωρίζω, δεν μπορώ. Πρέπει να γυρίσω σπίτι» είπε η Νικολέτα με τρεμάμενη φωνή και έφυγε βιαστικά. Ο ψηλός άγγελος γύρισε και στάθηκε μπροστά της «Σε παρακαλώ δεν θα το μετανιώσεις» σχεδόν την παρακαλούσε. Η Νικολέτα το σκέφτηκε για λίγο. Άπειρα ερωτήματα έτρεχαν στο μυαλό της όπως : Τι μπορεί να πάει στραβά; Φαίνεται στην ηλικία μου τι μπορεί να γίνει; Σίγουρα η μητέρα μου δεν θα το ήθελε αυτό. Με την τελευταία πρόταση έκλεισαν οι σκέψεις και αμέσως απάντησε «Εντάξει» ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του αγοριού «Θεέ μου πόσο όμορφος είναι, δεν το είχα παρατηρήσει μέχρι που μου χαμογέλασε», σκέφτηκε η Νικολέτα, και ήταν τόσο δυνατή η σκέψη της που ντράπηκε μήπως και την είπε φωναχτά.
 Το αγόρι την έπιασε από το χέρι, ήταν βράδυ πλέον, και άρχισε να περπατάει «Στάσου πως σε λένε;» ρώτησε η Νικολέτα καθώς σταμάτησε το βήμα της «Δημήτρη γλυκιά μου εσένα;» ρώτησε με μια ζεστασιά στην φωνή του. «Νικολέτα» είπε δειλά κοκκινίζοντας στην λέξη που επέλεξε ο Δημήτρης να χρησιμοποιήσει «Λοιπόν, Νικολέτα, ακολούθησε με» είπε. Το κορίτσι έγνεψε και αρχίσανε να περπατάνε με γρήγορο ρυθμό. Ανεβήκανε την Αριστοτέλους, στρίψανε Τσιμισκή ώσπου φτάσανε στην πλατεία της Αγίας Σοφίας «Τι όμορφη που είναι η πόλη τα βράδια!» σκέφτηκε η Νικολέτα. Ανέβηκαν την πλατεία ώσπου έφτασαν κοντά στην εκκλησία και ο Δημήτρης έστριψε απότομα σε ένα στενό, η κοπέλα φοβήθηκε και σταμάτησε. Το αγόρι την κοίταξε ξαφνιασμένο «Τι συμβαίνει όμορφη;» ρώτησε γελώντας «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε φανερά ενοχλημένη με το γέλιο του αγοριού «Έλα θα δεις. Μην φοβάσαι» είπε αυτός και συνέχισε να περπατάει. Η Νικολέτα αναστέναξε και τον ακολούθησε.
 Λίγα λεπτά μετά έφτασαν μπροστά από ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Μπήκαν βιαστικά μέσα. Το βιβλιοπωλείο ήταν τόσο όμορφο, υπήρχαν ράφια παντού και γεμάτες βιβλιοθήκες με βιβλία. Από το ταβάνι κρεμόντουσαν νεραΐδες και φωτιστικά με χαμηλό φως. Παντού υπήρχαν στοιχεία από παραμύθια «Γειά σου Δημήτρη», μια γιαγιάκα τρόμαξε τους νεαρούς, και αμέσως πιάστηκαν από το χέρι, κοιτάχτηκαν αμήχανα και άφησαν γρήγορα τα χέρια τους «Γειά σου γιαγιά, μας τρόμαξες» είπε ο Δημήτρης χαμογελώντας με την Νικολέτα να έχει κρυφτεί από πίσω του. «Ποια είναι η κοπέλα νεαρέ;» έκανε γλυκά η γιαγιά «Μια φίλη μου, η Νικολέτα», «Χάρηκα» είπε το κορίτσι «Και εγώ γλυκιά μου» χαμογέλασε «Ο χώρος δικός σας» είπε και εξαφανίστηκε σιγά σιγά «Τι γλυκιά γυναίκα» έσπασε την σιωπή η Νικολέτα καθώς περιπλανιόταν ανάμεσα στα βιβλία. «Τι όμορφα που είναι εδώ;» συνέχισε. Ο Δημήτρης πήγε από πίσω της «Νικολέτα νιώθω να σε γνωρίζω χρόνια» είπε, καθώς την οδήγησε στο σαλονάκι οπού υπήρχε μια τεχνητή λιμνούλα με μικρές χελωνίτσες «Δημήτρη δεν σε ξέρω» είπε δίχως να τον κοιτάει « Τα μάτια σου μου φαίνονται γνωστά, οικεία» της σήκωσε το κεφάλι της με το χέρι του ώστε να τον βλέπει «Γιατί με έφερες εδώ;» ρώτησε χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια του. « Σκέφτηκα πως θα σου αρέσει εδώ, ταιριάζεις με το μέρος γιατί και εσύ είσαι σαν να βγήκες από παραμύθι. Ήσουν τόσο όμορφη στο παγκάκι όπως σε χτυπούσε ο ήλιος. Θεέ μου, τόσο όμορφη» είπε ενώ πλέον είχε σηκωθεί από τον καναπέ «Δημήτρη φέρε μου το αγαπημένο σου βιβλίο» είπε ξαφνικά «Γιατί;» ρώτησε αυτός φανερά ξαφνιασμένος «Φέρτο μου» είπε πιο γλυκά αυτή την φορά η Νικολέτα. Ο Δημήτρης εξαφανίστηκε και γύρισε τόσο γρήγορα κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό βιβλίο  με τίτλο «Η ζωή του Σιντ» η Νικολέτα το πήρε στα χέρια της, έβγαλε τα ακουστικά από την τσέπη της. Του έδωσε ένα, τα φορέσανε ταυτόχρονα. Η μουσική άρχισε να παίζει με την Νικολέτα να διαβάζει το βιβλίο ώστε ο Δημήτρης να ακούει. Σιγά σιγά το όμορφο αγόρι έγειρε πάνω στον ώμο του κοριτσιού που διάβαζε και γλυκά αποκοιμήθηκε. Η κοπέλα συνέχισε να διαβάζει. Οι ώρες περνούσαν και η μέρα άρχισε να φαίνεται, το βιβλίο τελείωσε και με ένα γλυκό σκούντημα η Νικολέτα ξύπνησε τον Δημήτρη:
-Έμεινες ξύπνια; Ρώτησε αγουροξυπνημένος
-Διάβαζα το βιβλίο σου, δεν κατάλαβα πότε ξημέρωσε. Είπε γρήγορα
-Σου άρεσε; ρώτησε με αγωνία
-Ήταν…γλυκό. Είπε αυτή σκουπίζοντας το δάκρυ της
Την φίλησε απαλά στο χέρι και είπε «Έλα, θα σε πάω σπίτι»
-Δεν θέλω να πάω σπίτι, θέλω να μείνω εδώ. Είπε και πρόσθεσε σιγανά «μαζί σου»
-Αύριο Νικολέτα θα συναντηθούμε αύριο, πρέπει να ξεκουραστείς
-Καλά. Είπε αυτή δίχως να έχει τη δύναμη να αντισταθεί, σε αντίθεση με αυτό που θα έκανε στην μαμά της.
Βγήκαν από το βιβλιοπωλείο και η Νικολέτα άρχισε να δείχνει τον δρόμο για το σπίτι της. Ήταν και οι δυο σιωπηλοί μέχρι που φτάσανε. Κοιταχτήκανε για  ένα λεπτό και έπειτα ο Δημήτρης την πήρε στην αγκαλιά του «Θα σε ξανά δω, όπου κι αν είσαι θα σε βρω και θα είμαστε μαζί» την φίλησε απαλά και έφυγε δίχως να θέλει να ακούσει την απάντηση της Νικολέτας, ακόμα κι αν δεν υπήρχε. Αυτή έμεινε να τον κοιτάει να απομακρύνεται με τα λόγια του να έχουν γίνει το αγαπημένο της τραγούδι.

Φανή Τσιαγιανίδου

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Οι δικές μας ιστορίες, Α΄μέρος

Οι πρώτες μας δημιουργικές προσπάθειες, μετά τη μελέτη και την απόλαυση λογοτεχνικών κειμένων με θέμα τη Θεσσαλονίκη, είναι έτοιμες για δημοσίευση. Οι ιστορίες μας αρχίζουν και τελειώνουν στη Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη μας πόλη.


ΣΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Μια μέρα ακόμα άρχισε να τελειώνει στην μικρή αλλά και θορυβώδη πόλη της Θεσσαλονίκης και πλέον  μπορούσες   από το λιμάνι της πόλης να παρατηρήσεις  τον ήλιο να ανατέλλει. Εκεί, λίγα μέτρα πιο μακριά,  στην πλατεία Αριστοτέλους, εκεί που παρέες  έκαναν  βόλτα και  παιδιά  έπαιζαν  με τα ποδήλατα τους, εκεί βρισκόταν και μια νεαρή κοπέλα με κατάμαυρα μαλλιά,  ματιά σαν το μπλε του ουρανού, δέρμα σκουρόχρωμο και σώμα ταλαιπωρημένο . Το κορίτσι ονομαζότανε Μάλακ , όνομα παρμένο από Άγγελο, έτοιμο να δώσει  χαρά  και γαλήνη στα πρόσωπα τον γονιών της  με την γέννηση της .
Η Μάλακ ήταν ένα ιρακινό έφηβο  κορίτσι  που κατάφερε με την μητέρα της να ξεφύγει  από τον πόλεμο και να έρθει στην Ελλάδα με σκοπό  να καταλήξει στην Γερμανία όπου βρισκόταν και ο πατέρας της . Η Μάλακ εκείνη την στιγμή  κοιτούσε  το όμορφο ηλιοβασίλεμα μόνη και προσευχόταν στον θεό της. Εκεί λίγο πιο μακριά  ένα καστανόξανθο αγόρι με μεγάλα κάστανα ματιά  κοιτούσε προς την ίδια κατεύθυνση με το κορίτσι, το όνομα του Νίκος, ένα έφηβο αγόρι, μεγαλωμένο στην Σταυρούπολη  σε ένα αποπνικτικό μικρό διαμέρισμα λόγω της δύσκολης  οικονομικής του κατάστασης .
Ο Νίκος  βγήκε να ξεσκάσει και σκεφτόμενος τα προβλήματά του, κατέληξε στο λιμάνι να κοιτά πλέον επίμονα την νεαρή Μάλακ  που τον είχε παρατηρήσει  να την κοιτάζει εδώ και ώρα. Ο Νίκος σχεδόν μαγεμένος την πλησίασε και αυτή λίγο τρομαγμένη έκανε ένα βήμα πίσω. Εκείνος την ξαναπλησίασε  και προσπάθησε να της μιλήσει στα αγγλικά, εκείνη  δεν φαινόταν να ξέρει πολλά, αλλά μπορούσε να τον καταλάβει και έτσι ξεκίνησε η συζήτηση. Όχι πολλές λέξεις αλλά αρκετές  για να κάνουν και τους δυο νέους να αποκτήσουν έναν φίλο. Έτσι έφυγε και ο ήλιος και αναγκαστήκαν να χωρίσουν τους δρόμους τους, εκείνη πίσω στον καταυλισμό με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και εκείνος πίσω στην οικογένειά του.
Μα σαν ο ήλιος πήγαινε  να ξαναδύσει συναντιόντουσαν  και πάλι  μιλούσαν  μέχρι να ξανανυχτώσει. Παρόλα αυτά όμως  δεν ήξερε κανείς για τις συναντήσεις τους  ούτε η μητέρα της   μα ούτε και οι γονείς  και οι φίλοι του, και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι , ίσως αυτό τον μικρό διάλογο που είχαν δημιουργήσει, οι υπόλοιποι να τον έβλεπαν αλλιώς και ίσως να  αναγκαζόντουσαν να απομακρυνθούν και δεν το θελαν κάτι τέτοιο. Οπότε συνέχισαν έτσι και ο διάλογος πλέον τους έγινε  συνήθεια, ανάγκη θα το έλεγε κανείς, που εξελίχτηκε σε Έρωτα, ενδιαφέρον που είχαν πλέον ο ένας για τον άλλον , και συνεχίστηκε για πολύ καιρό  ακόμη. Μέχρι  που η Μάλακ έβγαλε  διαβατήριο. Θα μπορούσε κανείς να την πει δειλή  μπορεί και να έγινε εκείνη την στιγμή γιατί έφυγε …Έφυγε  χωρίς να του πει τίποτα , χωρίς να του χαρίσει μια τελευταία λέξη,  μια εξήγηση που θα έφευγε μακριά του γιατί ίσως  φοβόταν μήπως της θύμωνε. Αλλά εκείνος  την έψαχνε και την σκεφτόταν, επισκεπτόταν κάθε μέρα  το λιμάνι ψάχνοντας για να την βρει και μαράζωνε  χάνοντας  τις ελπίδες  του και μαζί τους και τον πρώτο έρωτά του.

Δήμητρα Χνιτίδου


Ο μεγάλος τελικός

Ήταν 13 Απριλίου ημέρα Σάββατο ,την ήμερα αυτή όλοι ξέραμε πως δεν είναι ένα απλό Σάββατο άλλα η μέρα που μετά από είκοσι χρόνια ο ΠΑΟΚ θα έχει την ευκαιρία να πανηγυρίσει το τρίτο του κύπελλο. Εγώ δεν είχα κάτι συγκεκριμένο κανονίσει για το βραδύ που θα γινόταν ο αγώνας. Μέχρι που με πήρε στο τηλέφωνο ο φίλος μου, ο Άγγελος και μου είπε «Άκουσα πως θα έχει γιγαντοοθόνη στον Λευκό Πύργο σήμερα , θα πάμε σίγουρα» μου είπε. Εγώ συμφώνησα καθώς δεν είχα και άλλη επιλογή. Στις έξι ώρα είχαμε  συνάντηση με τους υπόλοιπους ώστε να πάρουμε λεωφορείο και να αναχωρήσουμε για το κέντρο της πόλης. Τελικά, ήμασταν λιγότερα άτομα από ό,τι υπολόγιζα άλλα δεν με πείραξε ιδιαίτερα. Συνολικά ήμασταν τρία άτομα, εγώ, ο Άγγελος και ο Θοδωρής. Υστέρα πήραμε δυο λεωφορεία και μετά από μια ώρα περίπου φτάσαμε στον προορισμό μας όπου ήταν αρχικά η πλατεία Αριστοτέλους. Όταν φτάσαμε είδαμε κόσμο, περισσότερο από κάθε άλλο σαββατόβραδο. Όλοι κατευθύνονταν προς τον ιστορικό Λευκό Πύργο οπότε και εμείς ακολουθήσαμε το πλήθος . Στην συνέχεια περιμέναμε να δούμε μια γιγαντοοθόνη πάνω  στον πύργο, άλλα αντιθέτως δεν υπήρχε τίποτα. Το μόνο που είχε ήταν κόσμο, πολύ κόσμο, που είχε μαζευτεί άσκοπα καθώς δεν έδειχνε τον αγώνα πουθενά. Εγώ με τα παιδιά δεν ξέραμε τι να κάνουμε σε αυτό το σημείο. Πήγε τότε ο Άγγελος μέχρι την ΔΕΘ μήπως έχει εκεί κάτι για να δούμε τον αγώνα. Για κακή μας τύχη ούτε εκεί είχε στηθεί γιγαντοοθόνη. Είναι είκοσι λεπτά πριν ξεκινήσει ο αγώνας , όλοι έχουμε άγχος άλλα ταυτόχρονα αγωνία μήπως δεν μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τον αγώνα. Τέλος, ευτυχώς, βρήκαμε μια καφετερία απέναντι από τον Λευκό Πύργο όπου είχαν μαζευτεί και όλοι όσοι ήθελαν να δουν τον αγώνα. Τα συναισθήματα ήταν πολλά και ανάμεικτα. Ο αγώνας επιτέλους άρχισε. Μετά από είκοσι χρόνια ο ΠΑΟΚ είχε την ευκαιρία να φέρει τον τίτλο πίσω στην Θεσσαλονίκη και έτσι έγινε. Το τελικό σκορ ήταν 2-1 υπέρ του ΠΑΟΚ. Όλη η πόλη βρισκόταν στον Λευκό Πύργο. Δεν έχω δει ξανά τόσο κόσμο συγκεντρωμένο. Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία και για εμένα και για όλη την Θεσσαλονίκη.

Γεώργιος Σωτηριάδης

Έπεται και συνέχεια...