Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Τα Γιάννενα των ανθρώπων και των εποχών

 Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο

Κυριακή πρωί σηκώνονται γρηγορότερα οι γυναίκες. Φτιάνουν τον νταβά με το φαΐ να τον έχουν
έτοιμο που θα ξυπνήσουμε. Παίρνει τον νταβά ο πεθερός τον πάει στο φούρνο. Εγώ καφέ και τσιγάρο. Γυρίζει ο πεθερός. Τρώει το γάλα του με το ψωμί. Τελειώνουμε. Να ντυθώ κι εγώ γρήγορα κι αργήσαμε. Ξεκινάμε. Μπροστά ο πεθερός κι εγώ. Πίσω η πεθερά κι η γυναίκα με το παιδί αγκαλιά. Χαιρετάμε τους γνωστούς όλο το δρόμο ως τη Μητρόπολη. Στην εκκλησία σοβαροί. Οι γυναίκες στη μεριά τους. Εμείς όρθιοι. Βρίσκει ο πεθερός καμία φορά στασίδι. Τις περισσότερες όρθιος κι αυτός. Περιμένουμε να τελειώσει η λειτουργία. Να πάρουμε το αντίδωρο. Το σταυρό μας και στο προαύλιο. Σιγά σιγά επιστροφή σπίτι. Μπαίνουμε στο Κάστρο. Στο έμπα αριστερά ο φούρνος. Παίρνει ο πεθερός τον νταβά με το φαΐ. Μοσχοβολάει κυριακάτικο κρέας, μας σπάει τη μύτη.

Στις αρχές πηγαίναμε με τον πεθερό στην Όαση για ούζο. Τώρα πίνουμε το ούζο στον κήπο ώσπου να ετοιμάσουν οι γυναίκες το τραπέζι. Τελειώνουμε το ούζο. Ώρα για φαΐ. Γύρω γύρω στο τραπέζι. Ήσυχα ήσυχα. Πίνουμε κι ένα ποτήρι ρετσίνα. Μας πιάνει νύστα. Οι άλλοι θα κλέψουν τον μεσημεριανό τους. Εγώ βάζω τη γυναίκα και μου φτιάνει δυνατό καφέ. Πρέπει να ξενυστάξω. Ξενυστάζω στο στάδιο. Στο στάδιο φασαρία. Βρίσκω τους φίλους. Στηνόμαστε όρθιοι και παρακολουθούμε τις ομάδες. Φωνές και φασαρία. Κερδίζει η ομάδα μας πανηγυρίζουν οι φίλοι δίπλα μου. Χάνει φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι. Παν στο καφενείο να πιουν να ξεδώσουν. Να φωνάξουν. Να βρίσουν. Θα τους πάρει το βράδυ μέχρι να καλμάρουν. Εγώ τους αφήνω.

Ανεβαίνω αργά αργά ως τον Κουραμπά. Απ’ τον Κουραμπά στο νεκροταφείο. Πάω στα μνήματά τους. Τα καθαρίζω απ’ τ’ αγριόχορτα. Κάνω το σταυρό μου. Μένω λίγο σκεφτικός και τα κοιτάζω. Ξανά το σταυρό μου. Φεύγω. Παίρνω την κατηφόρα ως την Καλούτσιανη. Πίσω το δρόμο απ ‘τα μποστάνια. Γύρω γύρω τη λίμνη. Απ’ τη λίμνη στο Κάστρο. Φτάνω σπίτι σαν σουρουπώνει. Ώσπου να ξεντυθώ και να βάλω τις πιτζάμες παίρνει και βραδιάζει. Το βραδινό λίγο περίσσευμα απ’ το μεσημέρι. Κανένα αυγό με τυρί. Να περάσει κι αυτή η ώρα. Να πάμε για ύπνο. Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα. Αρχή της βδομάδας. Έχουμε δουλειά μπροστά μας.

Στα Γιάννενα βρέχει πολύ το φθινόπωρο. Κάνει μέρες να σταματήσει. Ύστερα έρχονται τα Χριστούγεννα με χιόνια. Απόκριες. Κι αυτές τις περισσότερες φορές με χιόνι. Κρύο οπωσδήποτε. Το Πάσχα άνοιξη. Μοσχοβολάει ο τόπος. Το καλοκαίρι ζέστα φοβερή. Κάψα. Περιμένουμε το φθινόπωρο να βρέξει. Ξεράθηκε ο τόπος. Έρχεται το φθινόπωρο και βρέχει. Βρέχει, δε λέει να σταματήσει. Λίγο χιόνι. Πεθυμήσαμε λίγο χιόνι. Το χιόνι θα πέσει τα Χριστούγεννα. Μπορεί και γρηγορότερα. Μπορεί να ’ναι βαρύς ο χειμώνας, να το κρατήσει και μέχρι Μάρτη. Το Πάσχα μια φορά θα ’χει οπωσδήποτε καλό καιρό. Άνοιξη το Πάσχα. Κι ύστερα το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι σκασίλα ζέστη μέχρι το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο θ’ αρχίσουν πάλι οι βροχές ασταμάτητες […]
Είναι εκείνη η χαρακιά στο Μιτσικέλι. Η γυναίκα ντύνει το μεγάλο γιο την ταξιδιωτική στολή. Ποδιά με γιακαδάκι άσπρο. Του κρεμάει το σακίδιο. Πλάκα με κοντύλι και σφουγγάρι. Φεύγω πρωί και δεν είμαι στην αναχώρηση. Στην ανηφόρα της Αβέρωφ για το δημοτικό. Ύστερα στην οδό Ανεξαρτησίας για το γυμνάσιο. Ύστερα στο λεωφορείο μπρου μπρου για Θεσσαλονίκη. Είναι κείνη η χαρακιά και τραβάει τα παιδιά ίδιος μαγνήτης. Είναι ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη. Για το Πανεπιστήμιο.

Ο πεθερός όλο και γερνάει. Φυτεύει στον κήπο τρεις μηλιές. Μικρές μικρές τις βλέπω. Μεγαλώνουν οι μηλιές. Γίνονται δέντρα. Κάνουν και μήλα. Εγώ μικρές τις βλέπω. Βλέπω το μεγάλο γιο να τον μαθαίνω κολύμπι στη λίμνη. Πρώτα με σαμπρέλα. Ύστερα χωρίς. Σιγά σιγά και τον ακουμπάω με την κοιλιά στις παλάμες. Να μάθει απλωτές. Να μάθει να χτυπάει τα πόδια. Και τον μεσαίο. Να μην το φοβάται έτσι το νερό. Και τον μικρό. Κοκαλιάρης ο μικρός κι όλο κρυώνει. Μικρές κι οι μηλιές στο μυαλό μου και τα πλατάνια στο μόλο τεράστια. Στέκομαι από κάτω και βρέχει. Στάζουν τα φύλλα και κοιτάζω τη χαρακιά στο Μιτσικέλι. Και δακρύζουν τα μάτια.

Ο γιος ο μεγάλος κι ο μεσαίος κι ο μικρός. Κάνουν ζαβολιές. Τους ρίχνω καμιά καρπαζιά. Βάζω και φωνή, να με σέβονται. Να με φοβούνται. Τα πεθερικά τα παραχαϊδεύουν. Η γυναίκα στις δουλειές. Εγώ στο μαγαζί απ’ τα βαθιά χαράματα. Αυτά στα παιγνίδια. Όλο και ξεπορτίζουν. Να ’χουν το φόβο. Να διαβάζουν. Είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να μπουν σε τάξη. Μικρά με κοντά παντελόνια. Μικρά με μακριά. Μικρά και ξυρίζονται. Μικρά και παν στο πανεπιστήμιο. Μικρά κι αρραβωνιάζονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Είναι μικρά ακόμα.
Ο πεθερός βγαίνει στη σύνταξη. Γυροφέρνει στον κήπο. Βοηθάει τις γυναίκες στις δουλειές. Η γυναίκα μου ολημέρα στο μαγείρεμα. Σκούπισμα, πλύσιμο. Τη βλέπω που γυρίζω τα μεσημέρια κι είν’ ακόμα με τ’ αλεύρια. […]

Το τσιγάρο το ’κοψα. Μεγάλο έξοδο. Κρασί Χριστού και Πάσχα. Μαζί με τα παιδιά. Έρχονται τα παιδιά με τις οικογένειές τους. Περνάμε καλά. Ύστερα ανοίγει η πόλη τις πύλες της. Στέκομαι στους τρεις ανέμους και τ’ αποχαιρετάω. Στο μυαλό μου η χαρακιά. Αυτή η χαρακιά και τα πρωτοπήρε. Τη βλέπω στον ύπνο εφιάλτη. Φίδι μαύρο και με πλησιάζει. Με τυλίγει. Πόδια και μπράτσα και λαιμό. Με πνίγει. Κατηφορίζω στο μόλο να πάρω ανάσα. Σκεπή μου τα πλατάνια. Γαλήνη μου η λίμνη. Βαδίζω αργά κι είμαι μόνος. Οι άλλοι στην πλατεία στριμωγμένοι στα καφενεία και παίζουν χαρτιά. Μπεκροπίνουν. Ξοδεύουν τα λεφτά τους. Δεν είναι οικογενειάρχες ν’ αναστήσουν παιδιά. Να τα βάλουν στον ίσιο δρόμο. Ο ίσιος δρόμος αυτή η πληγή που σκίζει το Μιτσικέλι λοξά. Και στριφογυρίζει. Όλο στριφογυρίζει και χάνεται πέρα μακριά. Πολύ μακριά. Τόσο που δε φτάνει το βλέμμα. Το βλέμμα το δικό μου. Το πατρικό. Άδικα τον χαστούκισα το μεγάλο που ’σπασε το τζάμι με τη σφεντόνα. Και τον μεσαίο. Χάλασε την πατίνα και τον έβαλα τιμωρία νηστικό. Κι εκείνον το μικρό. Τι να δείρεις από δαύτον που του μετριούνται τα παΐδια. Ο πεθερός σκέφτεται να κόψει τις μηλιές. Μεγάλωσαν λέει. Παραμεγάλωσαν. Το ’χασε ο άνθρωπος. Τόσο δα μηλίτσες και μεγάλωσαν. Τι να πεις.

Τα καλοκαίρια το βραδάκι πάμε όλοι μαζί βόλτα στο μόλο. Έχει καλαμπόκι. Στα καφενεία κόσμος. Δεν καθόμαστε. Τζάμπα έξοδο. Κείνο το καφενείο στη στροφή Η Κυρα-Φροσύνη βγάζει το μεγάφωνο και βάζει όλο παλιά τραγούδια. Καντάδες και τέτοια. Κι η λίμνη φαίνεται με τα φώτα μαύρος καθρέφτης. Τραβηχτικός. Κι απάνω γλιστράν οι βάρκες σκιές. Κι είναι κι η βενζίνα, πηγαινοέρχεται τουκ τουκ. Κι είναι και τα βατράχια όλα μαζί συναυλία. Τρώμε το καλαμπόκι και γυρνάμε αργά σπίτι. Σπίτι έχει γάλα με γιαούρτι και παπάρα ψωμί. Αυτό είναι το βραδινό μας. Πολύ νόστιμο.

Φθινόπωρο βροχές κι η εμποροπανήγυρη. Και περνάει η εμποροπανήγυρη κι ακόμα βροχές. Όσο πιο πολλές τόσο καλύτερα. Σπρώχνουν το χρόνο στα Χριστούγεννα. Τούτα τα Χριστούγεννα μπορεί να ’ρθει μόνο ο μικρός ο γιος με την οικογένεια. Υπάρχει και μια ελπίδα το Πάσχα να ’μαστε όλοι μαζί. Αρχίζω και μετράω τα χρόνια π’ απομένουν για τη σύνταξη. Και βλέπω στην κορφή του βουνού που ξεκόβεται μια πετρούλα. Την παίρνει ο χείμαρρος και την κατεβάζει ως κάτω στο νταμάρι. Από κει τη φορτώνουν μαζί με τ’ αμμοχάλικο. Στρώνουν να φτιάξουν περιφερειακό δρόμο στη λίμνη. Κι η πετρούλα πέφτει άκρη άκρη στο δρόμο. Κι εγώ περνάω και της δίνω μια κλοτσιά. Και την ακούω που πέφτει στο νερό ανάμεσα στα καλάμια και κάνει μπλουμ. Και κάθε φορά περνάω και κοιτάζω το μέρος που την έπνιξα. Την πετρούλα που ξεκόλλησα απ’ το βουνό. Κι έφτασε στη λίμνη. Και βούλιαξε στα νερά και χάθηκε. Αρχίζω και γερνάω.

Ναπολέων Λαζάνης, Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο, Πατάκης 1995, σ. 123-125, 145-153 και 161-164.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου