Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Οι δικές μας ιστορίες, Β΄μέρος

Ο έρωτας βρίσκεται παντού στη Θεσσαλονίκη, όπως και στις καρδιές των εφήβων!

O άγγελός σου 

 Ένα απόγευμα  καλοκαιριού η Νικολέτα, ένα ψηλό μελαχρινό κορίτσι περιπλανιότανε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Είχε μαλώσει με την μητέρα της και έψαχνε μια διαφυγή. Έφτασε μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους, κάθισε σε ένα από τα παγκάκια της, έβγαλε τα ακουστικά της, τα φόρεσε και χάθηκε στην αγαπημένη της μουσική. Ο ήλιος έκαιγε, έτσι της ήταν πιο εύκολο να κρατήσει τα μάτια της κλειστά, άφηνε τις καυτές ηλιαχτίδες  να χτυπήσουν το σώμα της. Σε μια στιγμή τα μάτια της βούρκωσαν καθώς το μυαλό της ταξίδευε σε καταστάσεις και στο πόσο έχει κουραστεί και έχει βαρεθεί τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
 Από τις σκέψεις της την έβγαλε ένα άγγιγμα στον ώμο. Άνοιξε όσο πιο αργά μπορούσε τα μάτια της και σκούπισε όσο πιο διακριτικά μπορούσε το δάκρυ που ήταν έτοιμο να ξεφύγει από τα γαλανά της μάτια «Τι ακούς» ένας ψηλός νέος με υπέροχα χαρακτηριστικά, σαν να θύμιζε άγγελο, στεκόταν μπροστά της. Η Νικολέτα έκλεισε τη μουσική της και έμεινε να τον κοιτάει «Να καθίσω δίπλα σου; Συγγνώμη δεν ήθελα να σε ενοχλήσω» συνέχισε να μιλάει ελαφρώς κοκκινισμένος, αυτή έγνεψε και τότε εκείνος κάθισε. Για αρκετή ώρα καθόντουσαν και κοιτούσαν ευθεία, δύο τρείς φορές να κοιταχτήκανε «Γιατί κάθεσαι μόνη σου;» ρώτησε επιτέλους το ξανθό αγόρι με τα καταπράσινα μάτια «Περιμένω κάποιον» είπε γρήγορα η Νικολέτα κοκκινίζοντας, στοιχείο ότι έλεγε ψέματα «Θα περιμένω μαζί σου» είπε το αγόρι, η Νικολέτα άρχισε να τρέμει στην ιδέα ότι δεν θα έρθει κανένας. Το κινητό της άρχισε να λάμπει, η μητέρα της της έστελνε μηνύματα. Τα έβλεπε και δεν απαντούσε, μόνο ξεφυσούσε.
 Μετά από αρκετή ώρα, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει ,το αγόρι ξανά μίλησε «Υποθέτω δεν θα έρθει κανένας» είπε «Ίσως θα ήταν καλύτερα να γυρίσω σπίτι» είπε γρήγορα η Νικολέτα καθώς είχε ήδη σηκωθεί και έκανε να φύγει. Ένιωσε ένα άγγιγμα στο χέρι της και ανατρίχιασε ολόκληρη, γύρισε να κοιτάξει το χέρι του όμορφου αγοριού βρισκόταν γύρω από το δικό της «Έλα να σε πάω κάπου» είπε, τρομαγμένη η Νικολέτα, περνώντας από μπροστά της όλες οι στιγμές που η μητέρα της της έλεγε να μην ακολουθήσει ποτέ κάποιον ξένο τράβηξε απαλά και ευγενικά το χέρι της. «Συγγνώμη, δεν σε γνωρίζω, δεν μπορώ. Πρέπει να γυρίσω σπίτι» είπε η Νικολέτα με τρεμάμενη φωνή και έφυγε βιαστικά. Ο ψηλός άγγελος γύρισε και στάθηκε μπροστά της «Σε παρακαλώ δεν θα το μετανιώσεις» σχεδόν την παρακαλούσε. Η Νικολέτα το σκέφτηκε για λίγο. Άπειρα ερωτήματα έτρεχαν στο μυαλό της όπως : Τι μπορεί να πάει στραβά; Φαίνεται στην ηλικία μου τι μπορεί να γίνει; Σίγουρα η μητέρα μου δεν θα το ήθελε αυτό. Με την τελευταία πρόταση έκλεισαν οι σκέψεις και αμέσως απάντησε «Εντάξει» ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του αγοριού «Θεέ μου πόσο όμορφος είναι, δεν το είχα παρατηρήσει μέχρι που μου χαμογέλασε», σκέφτηκε η Νικολέτα, και ήταν τόσο δυνατή η σκέψη της που ντράπηκε μήπως και την είπε φωναχτά.
 Το αγόρι την έπιασε από το χέρι, ήταν βράδυ πλέον, και άρχισε να περπατάει «Στάσου πως σε λένε;» ρώτησε η Νικολέτα καθώς σταμάτησε το βήμα της «Δημήτρη γλυκιά μου εσένα;» ρώτησε με μια ζεστασιά στην φωνή του. «Νικολέτα» είπε δειλά κοκκινίζοντας στην λέξη που επέλεξε ο Δημήτρης να χρησιμοποιήσει «Λοιπόν, Νικολέτα, ακολούθησε με» είπε. Το κορίτσι έγνεψε και αρχίσανε να περπατάνε με γρήγορο ρυθμό. Ανεβήκανε την Αριστοτέλους, στρίψανε Τσιμισκή ώσπου φτάσανε στην πλατεία της Αγίας Σοφίας «Τι όμορφη που είναι η πόλη τα βράδια!» σκέφτηκε η Νικολέτα. Ανέβηκαν την πλατεία ώσπου έφτασαν κοντά στην εκκλησία και ο Δημήτρης έστριψε απότομα σε ένα στενό, η κοπέλα φοβήθηκε και σταμάτησε. Το αγόρι την κοίταξε ξαφνιασμένο «Τι συμβαίνει όμορφη;» ρώτησε γελώντας «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε φανερά ενοχλημένη με το γέλιο του αγοριού «Έλα θα δεις. Μην φοβάσαι» είπε αυτός και συνέχισε να περπατάει. Η Νικολέτα αναστέναξε και τον ακολούθησε.
 Λίγα λεπτά μετά έφτασαν μπροστά από ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Μπήκαν βιαστικά μέσα. Το βιβλιοπωλείο ήταν τόσο όμορφο, υπήρχαν ράφια παντού και γεμάτες βιβλιοθήκες με βιβλία. Από το ταβάνι κρεμόντουσαν νεραΐδες και φωτιστικά με χαμηλό φως. Παντού υπήρχαν στοιχεία από παραμύθια «Γειά σου Δημήτρη», μια γιαγιάκα τρόμαξε τους νεαρούς, και αμέσως πιάστηκαν από το χέρι, κοιτάχτηκαν αμήχανα και άφησαν γρήγορα τα χέρια τους «Γειά σου γιαγιά, μας τρόμαξες» είπε ο Δημήτρης χαμογελώντας με την Νικολέτα να έχει κρυφτεί από πίσω του. «Ποια είναι η κοπέλα νεαρέ;» έκανε γλυκά η γιαγιά «Μια φίλη μου, η Νικολέτα», «Χάρηκα» είπε το κορίτσι «Και εγώ γλυκιά μου» χαμογέλασε «Ο χώρος δικός σας» είπε και εξαφανίστηκε σιγά σιγά «Τι γλυκιά γυναίκα» έσπασε την σιωπή η Νικολέτα καθώς περιπλανιόταν ανάμεσα στα βιβλία. «Τι όμορφα που είναι εδώ;» συνέχισε. Ο Δημήτρης πήγε από πίσω της «Νικολέτα νιώθω να σε γνωρίζω χρόνια» είπε, καθώς την οδήγησε στο σαλονάκι οπού υπήρχε μια τεχνητή λιμνούλα με μικρές χελωνίτσες «Δημήτρη δεν σε ξέρω» είπε δίχως να τον κοιτάει « Τα μάτια σου μου φαίνονται γνωστά, οικεία» της σήκωσε το κεφάλι της με το χέρι του ώστε να τον βλέπει «Γιατί με έφερες εδώ;» ρώτησε χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια του. « Σκέφτηκα πως θα σου αρέσει εδώ, ταιριάζεις με το μέρος γιατί και εσύ είσαι σαν να βγήκες από παραμύθι. Ήσουν τόσο όμορφη στο παγκάκι όπως σε χτυπούσε ο ήλιος. Θεέ μου, τόσο όμορφη» είπε ενώ πλέον είχε σηκωθεί από τον καναπέ «Δημήτρη φέρε μου το αγαπημένο σου βιβλίο» είπε ξαφνικά «Γιατί;» ρώτησε αυτός φανερά ξαφνιασμένος «Φέρτο μου» είπε πιο γλυκά αυτή την φορά η Νικολέτα. Ο Δημήτρης εξαφανίστηκε και γύρισε τόσο γρήγορα κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό βιβλίο  με τίτλο «Η ζωή του Σιντ» η Νικολέτα το πήρε στα χέρια της, έβγαλε τα ακουστικά από την τσέπη της. Του έδωσε ένα, τα φορέσανε ταυτόχρονα. Η μουσική άρχισε να παίζει με την Νικολέτα να διαβάζει το βιβλίο ώστε ο Δημήτρης να ακούει. Σιγά σιγά το όμορφο αγόρι έγειρε πάνω στον ώμο του κοριτσιού που διάβαζε και γλυκά αποκοιμήθηκε. Η κοπέλα συνέχισε να διαβάζει. Οι ώρες περνούσαν και η μέρα άρχισε να φαίνεται, το βιβλίο τελείωσε και με ένα γλυκό σκούντημα η Νικολέτα ξύπνησε τον Δημήτρη:
-Έμεινες ξύπνια; Ρώτησε αγουροξυπνημένος
-Διάβαζα το βιβλίο σου, δεν κατάλαβα πότε ξημέρωσε. Είπε γρήγορα
-Σου άρεσε; ρώτησε με αγωνία
-Ήταν…γλυκό. Είπε αυτή σκουπίζοντας το δάκρυ της
Την φίλησε απαλά στο χέρι και είπε «Έλα, θα σε πάω σπίτι»
-Δεν θέλω να πάω σπίτι, θέλω να μείνω εδώ. Είπε και πρόσθεσε σιγανά «μαζί σου»
-Αύριο Νικολέτα θα συναντηθούμε αύριο, πρέπει να ξεκουραστείς
-Καλά. Είπε αυτή δίχως να έχει τη δύναμη να αντισταθεί, σε αντίθεση με αυτό που θα έκανε στην μαμά της.
Βγήκαν από το βιβλιοπωλείο και η Νικολέτα άρχισε να δείχνει τον δρόμο για το σπίτι της. Ήταν και οι δυο σιωπηλοί μέχρι που φτάσανε. Κοιταχτήκανε για  ένα λεπτό και έπειτα ο Δημήτρης την πήρε στην αγκαλιά του «Θα σε ξανά δω, όπου κι αν είσαι θα σε βρω και θα είμαστε μαζί» την φίλησε απαλά και έφυγε δίχως να θέλει να ακούσει την απάντηση της Νικολέτας, ακόμα κι αν δεν υπήρχε. Αυτή έμεινε να τον κοιτάει να απομακρύνεται με τα λόγια του να έχουν γίνει το αγαπημένο της τραγούδι.

Φανή Τσιαγιανίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου