Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Εφηβικές απουσίες

ΑΤΙΤΛΟ

Η Νεφέλη έβαλε ξανά τα ακουστικά της  και προσπάθησε να αγνοήσει τον καυγά που ξέσπασε
μπροστά της πριν από λίγα λεπτά. Η ατμόσφαιρα του λεωφορείου ήταν αποπνικτική, σιχαινόταν τη μυρωδιά το ιδρώτα που πλανιόταν στον αέρα και δίσταζε να ακουμπήσει οτιδήποτε μέσα στο όχημα. Πολλές φορές έχανε την ισορροπία της από το απότομο σταμάτημα ή ξεκίνημα του λεωφορείου, αλλά από το μυαλό της περνούσαν αστραπιαία όλες οι γνωστές αρρώστιες που μπορούσε να πάθει κανείς μόνο από ένα μικρόβιο στο χερούλι της θέσης,  για αυτό και επέμενε. Από την πλατεία Αριστοτέλους έως το σπίτι της στα Κωνσταντινουπολίτικα  ήταν περίπου σαράντα λεπτά με το 14, το λεωφορείο που χρησιμοποιούσε ολόκληρη η Τούμπα. Σήμερα όμως, λίγο μετά την Αγία Βαρβάρα, ότι ο κόσμος ήταν ελάχιστος – πράγμα που έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή της . ήταν ακόμη εξοργισμένη με το γεγονός ότι η μητέρα της δε δέχτηκε να την πάει στο σπίτι της Ξένιας, λες και είχε να κάνει κάτι καλύτερο, και την ανάγκασε να χρησιμοποιήσει για μια ακόμα φορά το αστικό. Πάτησε το κόκκινο κουμπί και περίμενε μέχρι το λεωφορείο να φτάσει στη στάση Δημοκρατίας, στην οποία θα κατέβαινε.
Ο κρύος απογευματινός αέρας την ενόχλησε ελάχιστα, καθώς το πρόσωπό της έκαιγε ακόμα από τον θυμό, και με γοργό βήμα ξεκίνησε τη γνωστή διαδρομή. Κατευθυνόταν προς τις πολυκατοικίες στην δεξιά πλευρά του δρόμου, αγνοώντας παντελώς οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της. Είχε να κάνει ένα σωρό πράγματα. Να τελειώσει τα μαθήματα του σχολείου και του φροντιστηρίου, να παίξει για μια τελευταία φορά το κομμάτι της στο τσέλο, να τηλεφωνήσει στον Νίκο και να του ζητήσει εκείνη τη χάρη… Όμως τίποτα από όλα αυτά δε θα πραγματοποιούνταν αν δεν έλυνε πρώτα το θέμα με τη μητέρα της.
Η κυρία Αναστασία ήταν ακόμα θυμωμένη με την κόρη της για την ωριαία αποβολή που πήρε στην ώρα της Γεωμετρίας την Τρίτη επειδή δε σταματούσε να μιλάει. Ποιος; Η Νεφέλη, το καλύτερο κορίτσι του σχολείου ολόκληρου, η πρώτη και εξυπνότερη μαθήτρια, το καμάρι της μητέρας της… Βλακείες! Η Νεφέλη δεν ήταν έτσι, όχι πλέον. Τουλάχιστον όχι μετά από εκείνο το πάρτι. Της άρεσε πολύ αυτή η αλλαγή, όμως η Ξένια δε συμφωνούσε μαζί της.  Η καλύτερή της φίλη, πάντα πρόθυμη για σκανδαλιές και μπελάδες, ξαφνικά της έλεγε πως το παρακάνει και ότι πρέπει να σταματήσει. Αυτό δεν ήταν σίγουρα μέσα στα σχέδια της Νεφέλης.
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της, ξεκλείδωσε τη βαριά πόρτα και, σχεδόν τρέχοντας, ανέβηκε τις σκάλες ως το δεύτερο όροφο που ήταν το διαμέρισμά τους. Όταν μπήκε μέσα την υποδέχτηκε η γνωστή ησυχία. Γνωρίζοντας πως ο πατέρας βρισκόταν στη δουλειά και η μητέρα της προφανώς για καφέ σε κάποια φίλη της, πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο έβρισκε την ησυχία που τόσο απεγνωσμένα αναζητούσε. Έβγαλε τα ακουστικά που φορούσε και άνοιξε την πόρτα, όταν κατάλαβε πως κάποιος άλλος βρισκόταν ήδη μέσα στο δωμάτιο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βάλει τις φωνές, ελπίζοντας ότι κάποιος θα την άκουγε, αλλά συνειδητοποίησε έγκαιρα πως ήταν απλά η μητέρα τα, η οποία καθόταν στο κρεβάτι της και την κοιτούσε σαν να είχε δει φάντασμα.
«Με τρόμαξες», μουρμούρισε η Νεφέλη, αφήνοντας μια βαθιά ανάσα. Η μητέρα της παρέμεινε σιωπηλή, παρατηρώντας την προσεκτικά. «Ώστε τώρα δε μου μιλάς μανούλα», πρόσθεσε με τον πιο χλευαστικό τόνο που διέθετε. Το είχε παρατραβήξει, ήταν απλώς μια απουσία.
«Τι είναι αυτά;», ψιθύρισε η μητέρα της , που σχεδόν δεν την άκουσε. Έπειτα, έτεινε αργά το χέρι της προς τη Νεφέλη και άνοιξε σχολαστικά τη χούφτα της, αποκαλύπτοντας τα μικρά χάπια που τόσες βδομάδες προσπαθούσε να κρύψει.
Η Νεφέλη ένιωσε σαν να τη χτύπησε κάποιος στο στομάχι με όλη του τη δύναμη. Είχε σκαρφιστεί κάθε είδους κρυψώνα, τα άλλαζε θέση κάθε φορά που υποψιαζόταν ότι η μητέρα της θα τα έβρισκε αλλά πάλι δεν ήταν αρκετό.
«Είναι κάτι παυσίπονα που μου έδωσε η Ξένια να δοκιμάσω», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Ναρκωτικά δοκίμασε για πρώτη φορά στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του Αυγούστου, σε ένα παιχνίδι θάρρους ή αλήθειας, και έκτοτε δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της. Κάθε μήνα προχωρούσε σε κάτι καλύτερο, πιο δυνατό, καθώς οι παλιές απολαύσεις δεν φαίνονταν τόσο διασκεδαστικές πλέον.
«Μη μου λες ψέματα!», τσίριξε η μητέρα της, επαναφέροντάς την στην πραγματικότητα. «Εάν το μάθει ο πατέρας σου θα σε σαπίσει στο ξύλο, θα ντρέπεσαι να βγεις έξω. Τι σκεφτόσουν;»
Η Νεφέλη χρειάστηκε ελάχιστα δευτερόλεπτα για να ξαναβρεί το θάρρος της. «Ας με κάνει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει ειλικρινά. Δηλαδή περίμενες ότι ενώ εσύ και ο μπαμπάς λείπετε κάθε λεπτό από τη ζωή μου εγώ θα μεγάλωνα και θα γινόμουν το καλό κοριτσάκι που θέλεις να είμαι; Ε λοιπόν μάντεψε, η ζωή δεν είναι όπως τη θέλουμε». Χωρίς να το καταλάβει, είχε αρχίσει να φωνάζει και η ίδια, εξαπολύοντας τον θυμό που τόσο καιρό φώλιαζε μέσα της.
«Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι;»
«Σου πήρε εφτά μήνες για να το καταλάβεις, μην προσποιείσαι ότι σε νοιάζει!», απάντησε η Νεφέλη, έτοιμη να εκραγεί. Έπειτα, χωρίς καμία προειδοποίηση, έκανε μεταβολή αναζητώντας την έξοδο.
«Μη διανοηθείς να φύγεις, δεν τελειώσαμε ακόμα!», ούρλιαξε η μητέρα της, αλλά ήταν  πολύ αργά. Η Νεφέλη βρισκόταν ήδη στην πόρτα και έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αρνούμενη να επιτρέψει στη μητέρα της να δει τα δάκρυα που κυλούσαν κιόλας σαν χείμαρρος στα μάγουλά της, βγήκε έξω με ορμή και έτρεξε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης μέχρι να μην μπορεί να ανασάνει.

Χ.Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου